Honore Daumier Gargantua 1831 |
Φανέ, ὅταν τὸ ἔλαιον σὲ λείψῃ, τί θὰ γίνῃς;
Τί; θὰ σβεσθῆς...
Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
Τί; θὰ σβεσθῆς...
Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
Μεγάλη πόρτα νὰ χωρά ο Μεγάλος
ποὺ διπλὰ μεγαλώνει άμα ξαπλώσει.
Ώς τὸ κατώφλι Θάνατος καὶ Λήθη
καὶ μέσα Αιώνια Μνήμη καὶ Χαρά!
ποὺ διπλὰ μεγαλώνει άμα ξαπλώσει.
Ώς τὸ κατώφλι Θάνατος καὶ Λήθη
καὶ μέσα Αιώνια Μνήμη καὶ Χαρά!
Άθάνατοι σὲ μάρμαρο καὶ μπρούντζο
λαμποκοπούν οι αχόρταγοι λαοφάγοι.
Τοὺς προσκυνά η Πατρίδα «ευγνωμονούσα»
καὶ τοὺς φοβάται ο «Σκώληξ ο Ακοίμητος».
λαμποκοπούν οι αχόρταγοι λαοφάγοι.
Τοὺς προσκυνά η Πατρίδα «ευγνωμονούσα»
καὶ τοὺς φοβάται ο «Σκώληξ ο Ακοίμητος».
Τού ακάνθινου στεφάνου ο κορονάτος
στὴν πίσσα ρίχνει τοὺς πιστούς σου, Φτώχεια.
Δὲν μπορεί νὰ χαρεί τού Παραδείσου
τὰ πλούτη, όσο θυμάται τὰ δικά του.
στὴν πίσσα ρίχνει τοὺς πιστούς σου, Φτώχεια.
Δὲν μπορεί νὰ χαρεί τού Παραδείσου
τὰ πλούτη, όσο θυμάται τὰ δικά του.
Καλαμαρὰς ποὺ τύφλωνε τ᾿ αηδόνια
καὶ δάσκαλος ποὺ βίαζε τὴν Αλήθεια,
γιὰ ν᾿ ανεβούν σερνότανε στὴ λάσπη
καὶ τοὺς έφαε κι αυτοὺς καὶ τὰ χαρτιά τους.
καὶ δάσκαλος ποὺ βίαζε τὴν Αλήθεια,
γιὰ ν᾿ ανεβούν σερνότανε στὴ λάσπη
καὶ τοὺς έφαε κι αυτοὺς καὶ τὰ χαρτιά τους.
Καὶ μία μεγαλουσιάνα, άφραγη λάμια,
νά ῾τανε, λέει, κάθε φορὰ παρθένα!
καὶ μία παρθένα πρώιμη, ποὺ δὲν πρόλαβε
νὰ ξεπεράσει τὴ μαμὰ στ᾿ ανάσκελα.
νά ῾τανε, λέει, κάθε φορὰ παρθένα!
καὶ μία παρθένα πρώιμη, ποὺ δὲν πρόλαβε
νὰ ξεπεράσει τὴ μαμὰ στ᾿ ανάσκελα.
Τ᾿ αγνά μας εθνικόπουλα, ορκισμένα
τὸν άγιον όρκο τών αρχαίων εφήβων,
γράφουν στὴν πλάκα τών τουφεκισμένων
απὸ τοὺς Γερμανούς: « Καλὰ σάς κάναν!»
τὸν άγιον όρκο τών αρχαίων εφήβων,
γράφουν στὴν πλάκα τών τουφεκισμένων
απὸ τοὺς Γερμανούς: « Καλὰ σάς κάναν!»
Καὶ στὴν κορφὴν απάνου ο Μαῦρος Ἥλιος!
Τὸν κοιτάς καὶ σαπίζουνε τὰ λούκια σου.
Διχτάτορας! Όλ᾿ η κοπριὰ τού αιώνα
κοιλοπονούσε γιὰ νὰ τὸν ξεράσει!
Τὸν κοιτάς καὶ σαπίζουνε τὰ λούκια σου.
Διχτάτορας! Όλ᾿ η κοπριὰ τού αιώνα
κοιλοπονούσε γιὰ νὰ τὸν ξεράσει!
Αυτοὶ Πατρίδα, Άγια Γραφὴ καὶ Σπόρος!
Κι απ᾿ τὰ ιερά μας κόκαλα βγαλμένη
η Προδοσία στὸ μασκοφόρο δίνει
σπαθὶ μ᾿ ένα χρυσὸ πουγκὶ γιὰ φούντα!
Κι απ᾿ τὰ ιερά μας κόκαλα βγαλμένη
η Προδοσία στὸ μασκοφόρο δίνει
σπαθὶ μ᾿ ένα χρυσὸ πουγκὶ γιὰ φούντα!
Τών αιμάτων σου οἱ ποταμοί, Λαέ,
δὲν κάνουν ένα ρόχαλο δικό τους.
Κι άν τὴ στερνή σου αρπάξανε μπουκιά,
σού αφήσανε τὴ δόξα τού Θανάτου.
δὲν κάνουν ένα ρόχαλο δικό τους.
Κι άν τὴ στερνή σου αρπάξανε μπουκιά,
σού αφήσανε τὴ δόξα τού Θανάτου.
Στὴ χώρα κάτω νύχτωσεν η μέρα,
μαύρη καπνούρα κι ουρλιαχτὰ καὶ θρήνος.
Δικὰ καὶ ξέν᾿ αγριόσκυλα, ζευγάρι,
σὲ μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!
μαύρη καπνούρα κι ουρλιαχτὰ καὶ θρήνος.
Δικὰ καὶ ξέν᾿ αγριόσκυλα, ζευγάρι,
σὲ μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!
Πασκαλιὰ στὸ βασίλειο τών Σκιών!
Αναστημένα μάρμαρα καὶ μπρούντζοι
κατηφοράνε χορευτὰ μὲ πήδους
νὰ μοιραστούν τὴ σάρκα σου, λαουτζίκο!
Αναστημένα μάρμαρα καὶ μπρούντζοι
κατηφοράνε χορευτὰ μὲ πήδους
νὰ μοιραστούν τὴ σάρκα σου, λαουτζίκο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου