ALEXANDER RODCHENKO Stairway 1930 |
Αυτές οι μέρες-είναι περίεργο-
δεν αστράφτουν, ούτε ευωδιάζουν πια
καθώς οι γέροι συνωστίζονται στα παγκάκια των
πλατειών και οι πεταλούδες ασφυκτιούν στα παράθυρα
των πολυκατοικιών ασθμαίνοντας για φως
οι εξαίσιες μελωδίες σταμάτησαν
ούτε τα μπαλκόνια μυρίζουν χρυσάνθεμα
ενώ το τηλέφωνο χτυπά τα μεσάνυχτα
μα δεν ακούγεται καμιά φωνή
σου θυμίζει τα χρόνια που σπαταλήθηκαν
και οι καρδιές άδειες
και τα φτερουγίσματα δεν ακούστηκαν ποτέ
και τα φώτα χλωμά
όμως να
ένα παιδί παίζει στη γωνία
περιστέρια φωλιάζουν στο κεφάλι του
στα λιμάνια ανάβουν φωτιές στο σκοτάδι
και τα μικρά κορίτσια ονειρεύονται κυκλάμινα γύρω απ τη φωτιά
οι βαρκάρηδες μας γνέφουν με δροσερό μέτωπο
οι σαύρες λιάζονται στα λιβάδια
τα τριζόνια ερωτεύονται στις στέγες
μα οι φωνές μας δεν ακούγονται
-ποτέ δεν ακούστηκαν-
τα μπουκάλια την αυγή έχουν ένα παράξενο χρώμα
σου θυμίζουν τα χρόνια που κυνήγαγες φως
όμως
αυτές οι μέρες-τι περίεργο-
δεν αστράφτουν πια
μας προσπερνούν αδιάφορα
συνεχίζοντας το χαρούμενο ταξίδι τους
μονάχα ένας θλιμμένος σπουργίτης στέκεται
στο παράθυρο σου και σου γνέφει
πολλή αγάπη
λίγη αγάπη
οι οπτασίες περιμένουν στο σκοτάδι μιλώντας
για ζωές που θα ρθουν
οι δρόμοι μυρίζουν νυχτολούλουδα και βασιλικό
περπατάς αργά και τα στενά ευωδιάζουν
και οι φωνές μας δεν ακούγονται
-ποτέ δεν ακούστηκαν-
ανοίγουμε το στόμα μα είναι σαν να μη μιλάμε
αγγίζουμε μα δεν αισθανόμαστε
και στις πλατείες οι γέροι μιλάνε για αλλοτινές εποχές
και οι συγγραφείς είναι κακοί
και το γράψιμο μας είναι κακό
μα κοίτα τα πολύχρωμα τόπια των παιδιών
τα χαρούμενα ποιήματα στο πάτωμα
και άναψε τη φλόγα σου μικρέ μου φίλε
στα καταφύγια μας οι μέρες τινάζονται στο παράθυρο
μας καλούν για γιορτές και μια όμορφη μελωδία μας νανουρίζει
χαϊδεύουν τα μαλλιά μας και μας σέρνουν μαζί τους
λίγη αγάπη
πολλή αγάπη
μου δίνεις το χέρι και προσπαθώ να σε νιώσω
και να
να
κοίτα
τα παιδιά παίζουν στο σούρουπο
και εμείς
στα καταφύγια
τις πολιτείες και τις
ρωγμές μας
θα ονειρευόμαστε
τρένα.
δεν αστράφτουν, ούτε ευωδιάζουν πια
καθώς οι γέροι συνωστίζονται στα παγκάκια των
πλατειών και οι πεταλούδες ασφυκτιούν στα παράθυρα
των πολυκατοικιών ασθμαίνοντας για φως
οι εξαίσιες μελωδίες σταμάτησαν
ούτε τα μπαλκόνια μυρίζουν χρυσάνθεμα
ενώ το τηλέφωνο χτυπά τα μεσάνυχτα
μα δεν ακούγεται καμιά φωνή
σου θυμίζει τα χρόνια που σπαταλήθηκαν
και οι καρδιές άδειες
και τα φτερουγίσματα δεν ακούστηκαν ποτέ
και τα φώτα χλωμά
όμως να
ένα παιδί παίζει στη γωνία
περιστέρια φωλιάζουν στο κεφάλι του
στα λιμάνια ανάβουν φωτιές στο σκοτάδι
και τα μικρά κορίτσια ονειρεύονται κυκλάμινα γύρω απ τη φωτιά
οι βαρκάρηδες μας γνέφουν με δροσερό μέτωπο
οι σαύρες λιάζονται στα λιβάδια
τα τριζόνια ερωτεύονται στις στέγες
μα οι φωνές μας δεν ακούγονται
-ποτέ δεν ακούστηκαν-
τα μπουκάλια την αυγή έχουν ένα παράξενο χρώμα
σου θυμίζουν τα χρόνια που κυνήγαγες φως
όμως
αυτές οι μέρες-τι περίεργο-
δεν αστράφτουν πια
μας προσπερνούν αδιάφορα
συνεχίζοντας το χαρούμενο ταξίδι τους
μονάχα ένας θλιμμένος σπουργίτης στέκεται
στο παράθυρο σου και σου γνέφει
πολλή αγάπη
λίγη αγάπη
οι οπτασίες περιμένουν στο σκοτάδι μιλώντας
για ζωές που θα ρθουν
οι δρόμοι μυρίζουν νυχτολούλουδα και βασιλικό
περπατάς αργά και τα στενά ευωδιάζουν
και οι φωνές μας δεν ακούγονται
-ποτέ δεν ακούστηκαν-
ανοίγουμε το στόμα μα είναι σαν να μη μιλάμε
αγγίζουμε μα δεν αισθανόμαστε
και στις πλατείες οι γέροι μιλάνε για αλλοτινές εποχές
και οι συγγραφείς είναι κακοί
και το γράψιμο μας είναι κακό
μα κοίτα τα πολύχρωμα τόπια των παιδιών
τα χαρούμενα ποιήματα στο πάτωμα
και άναψε τη φλόγα σου μικρέ μου φίλε
στα καταφύγια μας οι μέρες τινάζονται στο παράθυρο
μας καλούν για γιορτές και μια όμορφη μελωδία μας νανουρίζει
χαϊδεύουν τα μαλλιά μας και μας σέρνουν μαζί τους
λίγη αγάπη
πολλή αγάπη
μου δίνεις το χέρι και προσπαθώ να σε νιώσω
και να
να
κοίτα
τα παιδιά παίζουν στο σούρουπο
και εμείς
στα καταφύγια
τις πολιτείες και τις
ρωγμές μας
θα ονειρευόμαστε
τρένα.
Ευχαριστώ πολύ...και όλα όσα θέλετε να συμβούν...
ΑπάντησηΔιαγραφή