ERTE Nature's Vanity |
(Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης)
άρματα, λέω πως την ακούω θλιμμένη
να λαχταρά, με μάταιο πια καημό
κοπέλα σαν και πριν να ξαναγένει
κι αχ, γερατειά -να λέει- τη βουλιασμένη
γιατί έτσι πρώιμα να μ' έχετε κουρσέψει;
Πώς δε σκοτώνουμαι; Η τυραννισμένη
ζωή μου πώς δε λέει πια να τελέψει;
Μου κλέψατε τις τόσες ζουρλαμάδες
που σκόρησε τσ' ομοφιάς μου ο πειρασμός
σ' εμπόρους, σε σοφούς και σε παπάδες,
γιατί κάθε άντρας τότες σαν τρελός
μου χάριζε άσκεφτα όλο του το βιος
κι ύστερα ας το 'κλαιγε όσο ζούσε, φτάνει
να του 'δινα ό,τι τώρα ούτε στραβός
θέλει, ούτε κι οι πιο βρόμικοι ζητιάνοι.
Α, κόσμο πτότες που 'διωξα σωρό
για την αγάπη κάποιου κατεργάρη
μορφονιού, άμυαλο ήμουν θηλυκό
που, αν τα ψευτόχαϊδά μου άλλοι είχαν πάρει,
του ερώτου μου αυτός τρύγησε τη χάρη.
Τον αγάπησα, τ' ορκίζομαι, τρελά!
Μ' αυτός να με χτυπάει το 'χε καμάρι
και να μου τρώει τα όσα έβγαζα λεφτά.
Πέθανε εδώ και τριάντα χρόνια πια
και τα μαλλιά μου, οϊμένα, έχουν ασπρίσει.
Σα σκέφτομαι τα νιάτα τα χρυσά,
πώς ήμουν και πώς έχω καταντήσει!
Σα θωρώ το κορμί μου, ως το 'χω γδύσει
και βλέπω η δόλια πόσο είμ' αλλαγμένη,
φτωχή στεγνή, πώς έχω αδυνατίσει,
μια μάνητα με πιάνει λυσσασμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου