Είμαι κουρασμένος…
Έκανα συζητήσεις με τα δέντρα.
Υπέφερα την ξηρασία με τα πρόβατα.
Με τα πουλιά τραγούδησα σε δάση.
Αγάπησα τα κορίτσια στο χωριό.
Ατένισα ψηλά τον ήλιο.
Είδα τη θάλασσα.
Δούλεψα με τον κεραμέα.
Κατάπια τη σκόνη στη δημοσιά.
Είδα τους ανθούς της μελαγχολίας στον αγρό του πατέρα μου.
Είδα τον θάνατο στα μάτια του φίλου μου.
Άπλωσα το χέρι στις ψυχές των πνιγμένων.
Είμαι κουρασμένος…
The Tyche (Fortune) of Antioch. Marble, Roman copy after a Greek bronze original by Eutychides of the 3rd century BC.
(Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου)
1797
( ο Σίλερ αντλεί το θέμα του από τη γνωστή διήγηση του Ηροδότου, Ιστορίαι III 39-43)
Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν, την κοίταε με καμάρι και χαρά. «Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω, παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος.» Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά. «Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό ειν’ αλήθεια· εκείνους που ίσοι πρώτα ηταν μ’ εσένα το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό. Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει· όσο αγρυπνάει του εχθρού σου αυτού το μάτι, καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;» Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα και νά, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά. «Αφέντη,» λέει στον τύραννο «έλα βάλε δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά· ο εχθρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι· ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου, με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό…» Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα, πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο. Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας, με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ. Μ’ αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει στ’ άπιστο κύμα· τί εύκολα, στοχάσου, τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή.» Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει· χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν, που απ’ το λιμάνι φτάνουν ώς εδώ. Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό. Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει. «Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της, μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ. Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα, πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει κι είναι κοντά σε τούτο το νησί.» Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη χιμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει: «Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί· ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει, τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί.» Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος: «Σε κρίνω —πώς αλλιώς;— ευτυχισμένον, μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς. Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι· ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς. Κι εμένα σε καλό μού βγήκαν όλα, σ’ όλες τις πράξες που έκαμα ως μονάρχης οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό, που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν, τον είδα, οϊμέ, νεκρό· στην ευτυχία το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ. Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις, να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο να σου δίνουν μαζί με τη χαρά. Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά. Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν, τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος· άκου με που σα φίλος σού μιλώ· κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει πάρ’ το και ρίξ’ το ο ίδιος στο γιαλό.» Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο είν’ ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό. Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν οι θεές την ευτυχία μου.» Και πετάει στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό. Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει τον Πολυκράτη με όψη γελαστή. «Δέξου από μένα, αφέντη, αυτό το δώρο· είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί.» Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι, έρχεται βιαστικός και σαστισμένος και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό: «Αφέντη, μες στο ψάρι, στην κοιλιά του, βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει σύνορα το καλό σου ριζικό.» Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει. «Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς. Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου. Φεύγω, να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου.» Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς.
αυτόν τον απαίσιο – αυτόν τον θεσπέσιο – κόσμο μας. Τον αγαπήσαμε κι ας τον βλέπαμε πίσω απ’ τα σίδερα.
Αγαπήσαμε τις χειροπέδες μας πιο πολύ κι απ’ τα βραχιόλια που θα βάζαμε στα χέρια της αγαπημένης κι ας ζύγιζαν πολύ πιο βαριά (είκοσι καράτια δάκρυα!)
Μα αν δε λέγαμε «όχι» τότε αν δε λέγαμε τότε «ποτέ» οι αλυσίδες που αρνηθήκαμε θα δένανε τα χέρια των παιδιών μας.
Και τα βιβλία μας, αυτά που γράψαμε για τον έφηβο του «Τώρα» και του «Αύριο» για τον έφηβο του σημερινού και για τον έφηβο του αυριανού – Αιώνα αν δεν λέγαμε τα «όχι» και τα «ποτέ» τότε τα βιβλία μας θα ‘πεφταν απ’ τα χέρια τους ντροπιασμένα. Όσο για σένα, ωραίε ψαλμωδέ του Στίχου, αν δεν έχεις τη δύναμη, αν δεν έχεις την τόλμη – να δείξεις ένα δρόμο… Κόψε καλύτερα το χέρι σου! Μη δείχνεις το γκρεμό!
Ω ναι! Ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς. Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους, μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο τους πάπλωμα.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ΄ ένα κουπάκι του καφέ, σ΄ ένα κουταλάκι του γλυκού.
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται. Ας είναι γλυκός και ανόνειρος. Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.
«Όταν το παιδί ήταν παιδί περπατούσε κουνώντας τα χέρια του, ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι, το ποτάμι να είναι χείμαρρος, και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν ήξερε ότι ήταν παιδί, όλα ήταν ένα μέρος της ψυχής, και όλες οι ψυχές ήταν μία.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν είχε άποψη για τίποτα, δεν είχε συνήθειες, καθόταν συχνά σταυροπόδι, το έσκαγε τρέχοντας, είχε «κορυφή» στα μαλλιά, και δεν έκανε καμμία γκριμάτσα όταν φωτογραφιζόταν.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, Ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα: Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν ειμαι εσύ; Γιατί είμαι εδώ, και όχι εκει; Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και πού τελειώνει το διάστημα; Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο; Είναι μήπως αυτό που βλέπω και ακούω και μυρίζω μόνο μια παραίσθηση ενός κόσμου πριν τον κόσμο;
Έχοντας υπόψη «τo κακό» και τους ανθρώπους υπάρχει αυτό που λέμε «κακό» πραγματικά; Πώς γίνεται να είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι, και να μην υπήρχα πριν γίνω αυτό που είμαι και ότι κάποια μέρα, εγώ, οπως είμαι, δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι;
Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν του άρεσε το σπανάκι, τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο, ούτε το κουνουπίδι στον ατμό, αλλά τα τρώει όλα αυτά τώρα, και δεν είναι μόνο επειδή «πρέπει».
Όταν το παιδί ήταν παιδί, ξύπνησε μια φορά σε ένα ξένο κρεβάτι, και τώρα κάνει το ίδιο ξανά και ξανά. Πολλοί άνθρωποι, τότε, φαινόντουσαν όμορφοι, τώρα όμως πολύ λίγοι, από καθαρή τύχη.
Είχε πλάσει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα του παραδείσου, ενώ τώρα το πολύ μπορεί να μαντέψει, δεν μπορούσε τότε ούτε να διανοηθεί τη «μηδαμινότητα» ανατριχιάζει, όμως, σήμερα στη σκέψη αυτή.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, έπαιζε με ενθουσιασμό, και, τώρα, έχει τον ίδιο ενθουσιασμο όπως και τότε, μόνο όταν πρόκειται για τη δουλειά του.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, Ήταν αρκετό να φάει ένα μήλο, …ψωμί, Και έτσι είναι ακόμα και τώρα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, τα χέρια του ήταν γεμάτα μούρα, όπως μόνο τα μούρα τα γεμιζαν και ακόμη και τώρα έτσι κάνουν φρέσκα καρύδια του «έγδερναν» τη γλώσσα και ακόμη έτσι είναι, για κάθε βουνοκορφή, είχε λαχτάρα για ένα ακόμη ψηλότερο βουνό, και για κάθε πόλη, είχε λαχτάρα για μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη, και εξακολουθεί να είναι έτσι.
Έφθανε για τα κεράσια στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων με ένα ενθουσιασμό που έχει ακόμη και σήμερα, νοιώθει συνεσταλμένος σε αγνώστους, και το νοιώθει ακόμη και τώρα.
Περίμενε το πρώτο χιόνι, και το περιμένει ετσι ακόμη και τώρα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ’ένα δέντρο, και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, περπατούσε με κρεμασμένους ώμους, ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι, το ποτάμι να είναι ρέμα πελώριο, πλατύ και η λακκούβα αυτή με νερό να είναι η θάλασσα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν ήξερε ότι είναι παιδί, όλα τα πράγματα το γέμιζαν χαρά και όλες οι χαρές ήτανε μία.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν είχε γνώμη για τίποτα, δεν είχε συνήθειες, καθόταν συχνά στα πόδια του και άρχιζε ξαφνικά από το τίποτα να τρέχει, είχε στα μαλλιά μια κορφή και δεν έπαιρνε ύφος στις φωτογραφίες.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, ήταν η εποχή για τις εξής απορίες: Γιατί αυτός είμαι εγώ και δεν είμαι εσύ; Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί; Πότε άρχισε ο χρόνος και πού τελειώνει ο κόσμος; Μην είναι άραγε μόνο ένα όνειρο η ζωή στη γη; Μην είναι ό,τι βλέπω και ακούω και μυρίζω μόνο το είδωλο ενός κόσμου πριν τον κόσμο; Υπάρχει αλήθεια τo Κακό και άνθρωποι που είναι πραγματικά κακοί; Πώς γίνεται, εγώ, που υπάρχω, να μην υπήρχα πριν να υπάρξω και πώς μια μέρα εγώ, που είμαι, δεν θα είμαι πια αυτός που είμαι;
Όταν το παιδί ήταν παιδί, του έφερνε αναγούλα το σπανάκι, ο αρακάς, το ρυζόγαλο και το βραστό κουνουπίδι, τώρα όμως τα τρώει όλ’ αυτά –όχι μόνο γιατί πρέπει.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, ξύπνησε μια φορά σε ξένο κρεβάτι, τώρα όμως νομίζει πως ξυπνάει συνέχεια σε ξένο· πολλοί άνθρωποι του φαίνονταν όμορφοι, τώρα όμως του μοιάζει ευτύχημα να δει ωραίους ανθρώπους· είχε μια καθαρή εικόνα για τον Παράδεισο, που τώρα έχει απομείνει μια μάλλον θολή υποψία· του ήταν αδύνατον να διανοηθεί το Τίποτα, ενώ τώρα ανατριχιάζει με τη σκέψη.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, έπαιζε μ’ ενθουσιασμό, ενώ σήμερα αισθάνεται δοσμένο σε ένα πράγμα όπως τότε, μόνο όταν αυτό το πράγμα είναι η δουλειά του.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, του έφτανε ένα μήλο, λίγο ψωμί και το ίδιο είναι και τώρα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, τα μούρα βάραιναν στη χούφτα του μόνο σαν μούρα και το ίδιο είναι και τώρα· η γλώσσα του γινότανε στυφή απ’ τα χλωρά καρύδια όπως και τώρα, σε καθεμιά βουνοκορφή ένιωθε μια λαχτάρα για μια ακόμα πιο ψηλή, σε κάθε πόλη λαχταρούσε μια ακόμα πιο μεγάλη και το ίδιο είναι και τώρα. Σκαρφάλωνε να φτάσει τα κεράσια της ψηλότερης κορφής με μια τρελή χαρά και το ίδιο παραμένει και τώρα· είχε για τους αγνώστους την ίδια ντροπή που νιώθει και τώρα· περίμενε το πρώτο χιόνι, όπως το περιμένει και τώρα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, σημάδεψε το δέντρο μ’ ένα ξύλο μακρύ, που εκεί πάλλεται ακόμα και τώρα.