![]() |
| Fernando António Nogueira de Seabra Pessoa |
Από το Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (1923-1930)
Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
POEMS, POETS ... ΠΟΙΗΣΗ, ΠΟΙΗΤΕΣ
![]() |
| Fernando António Nogueira de Seabra Pessoa |
Από το Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (1923-1930)
Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
![]() |
| Fernando António Nogueira de Seabra Pessoa |
Από το Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (1923-1930)
Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
![]() |
NADEZDA, A Little Bit Tired |
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
![]() |
| (Thomas Bernhard, 1931-1989) |
Είν’ η χρονιά σαν τη χρονιά πριν από χίλια χρόνια∙
το κοφίνι κουβαλάμε και τη ράχη βιτσίζουμε της γελάδας,
θερίζουμε κι ιδέα δεν έχουμε για το χειμώνα,
μηλίτη πίνουμε κι ιδέα δεν έχουμε,
σύντομα θα ξεχαστούμε
κι οι στίχοι θα λιώσουνε σαν το χιόνι μπρος στο σπίτι.
Είν’ η χρονιά σαν τη χρονιά πριν από χίλια χρόνια∙
κοιτάμε μες στο δάσος όπως στου κόσμου το παχνί,
ψέματα λέμε και πλέκουμε καλάθια για μήλα κι αχλάδια,
κοιμόμαστε και τα λασπωμένα μας παπούτσια
τα λιώνει η κακοκαιριά μπροστά στην ξώπορτα.
Είν’ η χρονιά σαν τη χρονιά πριν από χίλια χρόνια∙
ιδέα δεν έχουμε,
δεν έχουμε ιδέα για την πτώση,
για τις βυθισμένες πόλεις, το ρέμα, κει που τ’ άλογα πνίγονται
κι οι άνθρωποι.
| The Tyche (Fortune) of Antioch. Marble, Roman copy after a Greek bronze original by Eutychides of the 3rd century BC. |
1797
( ο Σίλερ αντλεί το θέμα του από τη γνωστή διήγηση του Ηροδότου, Ιστορίαι III 39-43)
Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του
και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν,
την κοίταε με καμάρι και χαρά.
«Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω,
παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος.»
Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά.
«Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό ειν’ αλήθεια·
εκείνους που ίσοι πρώτα ηταν μ’ εσένα
το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό.
Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει·
όσο αγρυπνάει του εχθρού σου αυτού το μάτι,
καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;»
Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα
και νά, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας
μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά.
«Αφέντη,» λέει στον τύραννο «έλα βάλε
δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι
και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά·
ο εχθρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι·
ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου,
με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό…»
Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη
ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα,
πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο.
Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας,
με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο
στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ.
Μ’ αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει
στ’ άπιστο κύμα· τί εύκολα, στοχάσου,
τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή.»
Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει·
χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν,
που απ’ το λιμάνι φτάνουν ώς εδώ.
Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος
των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος
στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό.
Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει.
«Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της,
μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ.
Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα,
πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει
κι είναι κοντά σε τούτο το νησί.»
Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη
χιμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει:
«Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί·
ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει,
τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια
τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί.»
Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος:
«Σε κρίνω —πώς αλλιώς;— ευτυχισμένον,
μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς.
Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι·
ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο
ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς.
Κι εμένα σε καλό μού βγήκαν όλα,
σ’ όλες τις πράξες που έκαμα ως μονάρχης
οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό,
που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν,
τον είδα, οϊμέ, νεκρό· στην ευτυχία
το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ.
Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις,
να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο
να σου δίνουν μαζί με τη χαρά.
Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν
τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα
και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά.
Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν,
τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος·
άκου με που σα φίλος σού μιλώ·
κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο
και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει
πάρ’ το και ρίξ’ το ο ίδιος στο γιαλό.»
Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου
τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο
είν’ ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό.
Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν
οι θεές την ευτυχία μου.» Και πετάει
στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας
ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει
τον Πολυκράτη με όψη γελαστή.
«Δέξου από μένα, αφέντη, αυτό το δώρο·
είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο
ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί.»
Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι,
έρχεται βιαστικός και σαστισμένος
και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό:
«Αφέντη, μες στο ψάρι, στην κοιλιά του,
βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει
σύνορα το καλό σου ριζικό.»
Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει.
«Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω
και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς.
Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου.
Φεύγω, να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου.»
Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς.
αυτόν τον απαίσιο – αυτόν τον θεσπέσιο –
κόσμο μας.
Τον αγαπήσαμε κι ας τον βλέπαμε
πίσω απ’ τα σίδερα.
Αγαπήσαμε τις χειροπέδες μας
πιο πολύ κι απ’ τα βραχιόλια
που θα βάζαμε στα χέρια της αγαπημένης
κι ας ζύγιζαν πολύ πιο βαριά
(είκοσι καράτια δάκρυα!)
Μα αν δε λέγαμε «όχι» τότε
αν δε λέγαμε τότε «ποτέ»
οι αλυσίδες που αρνηθήκαμε
θα δένανε τα χέρια των παιδιών μας.
Και τα βιβλία μας, αυτά που γράψαμε
για τον έφηβο του «Τώρα» και του «Αύριο»
για τον έφηβο του σημερινού
και για τον έφηβο του αυριανού – Αιώνα
αν δεν λέγαμε τα «όχι» και τα «ποτέ»
τότε τα βιβλία μας
θα ‘πεφταν απ’ τα χέρια τους ντροπιασμένα.
Όσο για σένα, ωραίε ψαλμωδέ του Στίχου,
αν δεν έχεις τη δύναμη,
αν δεν έχεις την τόλμη –
να δείξεις ένα δρόμο…
Κόψε καλύτερα το χέρι σου!
Μη δείχνεις το γκρεμό!

Frederick Hendrik Kaemmerer, At The Seashore,
c-1855-1902
«ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2ος τόμος): Ημερολόγιο»
Ἀναζητῶ μιὰν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
![]() |
| Bruce Meek - The Worm & The Tree from Procol's Harum – Something Magic, 1977 |
Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο.
Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν.
Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα.
Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες.
Πολλοί θα πέσουν μέσα.
Τα χώματα θα τους σκεπάσουν.
Κανείς δεν θα φυτρώσει.
![]() |
| ΗΛΙΑΣ ΠΑΣΣΙΣΗΣ Εξέδρα 1971 |
(1986)
ΙΑ’
Ω ναι! Ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο τους πάπλωμα.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ΄ ένα κουπάκι του καφέ, σ΄ ένα κουταλάκι του γλυκού.
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται.
Ας είναι γλυκός και ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.