Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Άλβαρο ντε Κάμπος (ετερώνυμο του Φερνάντο Πεσσόα), LISBON REVISTED (1926)

 


Fernando António Nogueira de Seabra Pessoa



Από το Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (1923-1930)

Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα


Τίποτα δεν με δένει με τίποτα.
Θέλω πενήντα πράγματα μαζί.
Επιθυμώ με τη λαχτάρα σάρκας πεινασμένης 
κάτι που δεν ξέρω τι είναι – 
σίγουρα άλλο δεν είναι απ' το ακαθόριστο...
Κοιμάμαι ανήσυχος, και ζω σ' ένα ανήσυχο όνειρο 
αυτού που κοιμάται ανήσυχος, μισός στο όνειρο.

Μου έκλεισαν όλες τις πόρτες, αφηρημένες και αναγκαίες.
Τράβηξαν από μέσα τις κουρτίνες σκεπάζοντας όλες τις 
       ιστορίες που θα μπορούσα να δω απ' το δρόμο.
Δεν υπάρχει στο σοκάκι που βρήκα ο αριθμός της πόρτας που μου έδωσαν.

Ξύπνησα στην ίδια ζωή που είχα αποκοιμηθεί.
Ως και οι στρατιές του ονείρου μου εξολοθρεύτηκαν.
Ως και τα όνειρά μου ένιωσαν ψεύτικα καθώς τα 
     ονειρευόμουν.
Ως κι η ζωή που επιθυμώ με κουράζει – ως κι η ζωή αυτή ...

Καταλαβαίνω σε ακανόνιστα διαστήματα, 
γράφω στο περιθώριο της κούρασης,
και η πλήξη της ίδιας της πλήξης μου με ξεβράζει στην ακτή.

Δεν ξέρω ποιο πεπρωμένο ή μέλλον περιμένει τη δίχως 
       πηδάλιο αγωνία μου,
δεν ξέρω ποια νησιά του απίθανου Νότου με κρατούν ναυαγό, 
ή ποια φοινικόδασα της λογοτεχνίας θα μου δώσουν 
       τουλάχιστον ένα στίχο.

Όχι, όχι, δεν το ξέρω, ούτε αυτό ούτε κάτι άλλο ούτε τίποτα...
Και στο βάθος του μυαλού μου, όπου ονειρεύομαι ό,τι 
ονειρεύτηκα,
στα έσχατα πεδία της ψυχής μου όπου ενθυμούμαι χωρίς λόγο 
(το παρελθόν είναι μια φυσική ομίχλη από ψεύτικα δάκρυα), 
στους δρόμους και τα ξέφωτα των μακρινών δασών 
όπου φαντάστηκα την ύπαρξή μου, 
τρέχουν πανικόβλητες, τελευταία απομεινάρια 
της τελικής ψευδαίσθησης,
οι στρατιές του ονείρου μου, που εξολοθρεύτηκαν πριν καν 
      υπάρξουν,
οι λεγεώνες μου που δεν υπήρξαν ποτέ, αφανισμένες εν Θεώ.

Πάλι σε ξαναβλέπω,
πόλη των παιδικών μου χρόνων φοβερά χαμένη...
πόλη θλιμμένη και εύθυμη, πάλι ονειρεύομαι εδώ...
Εγώ; Είμαι άραγε ο ίδιος εγώ που εδώ έζησα, κι εδώ γύρισα,
κι εδώ ξαναγύρισα και ξαναγύρισα;
Κι εδώ πάλι ξαναγύρισα;
Ή είμαστε, όλα τα Εγώ που υπήρξα εδώ ή υπήρξαν, 
μια σειρά από χάντρες – όντα δεμένα μ' ένα νήμα-μνήμη,
μια σειρά ονείρων του εαυτού μου που τα ονειρεύτηκε 
      κάποιος άλλος πέρα από μένα;

Πάλι σε ξαναβλέπω,
με την καρδιά πιο μακρινή, και την ψυχή λιγότερο δική μου

Πάλι σε ξαναβλέπω - Λισαβόνα και Τάγε και το καθετί-
διαβάτης μάταιος εντός σου και εντός μου,
ξένος εδώ όπως παντού, 
τυχαίος στη ζωή και στην ψυχή, 
φάντασμα που περιπλανιέται σε αίθουσες αναμνήσεων, 
με το θόρυβο των ποντικών και των σανιδιών που τρίζουν 
στο καταραμένο κάστρο της ύπαρξης που πρέπει να 
      ζήσουμε...

Πάλι σε ξαναβλέπω, 
σκιά που περνάς ανάμεσα στις σκιές, και λάμπεις 
μια στιγμή κάτω από ένα φως άγνωστο θανατηφόρο, 
και μπαίνεις στη νύχτα ίδια με τη γραμμή του πλοίου σαν 
      χάνεται
στο νερό που πια δεν ακούγεται...

Πάλι σε ξαναβλέπω, 
αλλά τον εαυτό μου, αλίμονο, δεν τον ξαναβλέπω! 
Έσπασε ο μαγικός καθρέφτης όπου με ξανάβλεπα ίδιο, 
και σε κάθε μοιραίο κομμάτι βλέπω μόνο ένα κομμάτι από 
      μένα –
ένα κομμάτι από σένα κι από μένα!...

26/4/1926

Άλβαρο ντε Κάμπος (ετερώνυμο του Φερνάντο Πεσσόα), LISBON REVISTED (1923)

 

Fernando António Nogueira de Seabra Pessoa
 

Από το Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (1923-1930)

Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα


Τίποτα. Δεν θέλω τίποτα.
Το ξαναείπα πως δεν θέλω τίποτα.

Μη με ζαλίζετε με συμπεράσματα!
Το μοναδικό συμπέρασμα είναι ο θάνατος.

Μη με σκοτίζετε με αισθητικές!
Μη μου μιλάτε για ηθική!
Πάρτε από δω τη μεταφυσική!
Μη μου εκθειάζετε τέλεια συστήματα, μη μου απαριθμείτε 
       τις κατακτήσεις
των επιστημών (των επιστημών, ω Θεέ μου, των επιστημών!)
των επιστημών, των τεχνών, του σύγχρονου πολιτισμού!

Τι κακό έκανα εγώ σε όλους τους θεούς;

Αν κατέχετε την αλήθεια, κρατήστε την!

Είμαι τεχνικός, αλλά η τεχνική μου αφορά μόνο την τεχνική,
πέραν αυτού είμαι τρελός, δικαίωμά μου.
Δικαίωμά μου, μ' ακούτε;

Μη με πρήζετε, για τ' όνομα του Θεού!

Με θέλατε παντρεμένο, ματαιόδοξο, καθημερινό και φορολογήσιμο;
 
Με θέλετε το αντίθετό του, το αντίθετο του οτιδήποτε;
Αν ήμουν άλλος, θα έκανα σε όλους σας το χατίρι.
Αλλά τέτοιος που είμαι, πάρτε το απόφαση!
Πηγαίνετε στο διάβολο χωρίς εμένα, 
ή αφήστε με να πάω μοναχός μου στο διάβολο! 
Γιατί θα πρέπει να πάμε παρέα;

Μη με πιάνετε απ' το μπράτσο!
Δεν μου αρέσει να με πιάνουν απ' το μπράτσο. Θέλω να 
       είμαι μόνος.
Το ξαναείπα πως είμαι μόνος, μόνος!
Αχ τι μπελάς κι αυτός να με θέλουν κι εμένα μαζί τους!

Γαλανέ ουρανέ – ο ίδιος των παιδικών μου χρόνων- 
αιώνια αλήθεια κενή και τέλεια! 
Τάγε ακύμαντε, βουβέ κι αιώνιε, 
μικρή αλήθεια όπου καθρεφτίζεται ο ουρανός!
Ω οδύνη που σε ξαναβρίσκω, Λισαβόνα αλλοτινή του σήμερα! 
Τίποτα δεν μου δίνετε, τίποτα δεν μου παίρνετε, δεν είστε 
      τίποτα που να αισθάνομαι.

Αφήστε με ήσυχο! Δεν θ' αργήσω, εγώ ποτέ δεν αργώ... 
Κι όσο αργεί η Άβυσσος και η Σιωπή θέλω να είμαι μόνος!

Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

Τόμας Μπέρνχαρντ, Kουρασμένος

 

NADEZDAA Little Bit Tired


 

 

 Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

 

Είμαι κουρασμένος…
Έκανα συζητήσεις με τα δέντρα.
Υπέφερα την ξηρασία με τα πρόβατα.
Με τα πουλιά τραγούδησα σε δάση.
Αγάπησα τα κορίτσια στο χωριό.
Ατένισα ψηλά τον ήλιο.
Είδα τη θάλασσα.
Δούλεψα με τον κεραμέα.
Κατάπια τη σκόνη στη δημοσιά.
Είδα τους ανθούς της μελαγχολίας στον αγρό του πατέρα μου.
Είδα τον θάνατο στα μάτια του φίλου μου.
Άπλωσα το χέρι στις ψυχές των πνιγμένων.
Είμαι κουρασμένος…
 

Τόμας Μπέρνχαρντ, Είν’ η χρονιά...

 

(Thomas Bernhard, 1931-1989)

 

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Θεοδόσης Κοντάκης
από τη συλλογή Unter dem Eisen des Mondes (Κάτω απ’ το σίδερο του φεγγαριού, 1957) 
 
 

Είν’ η χρονιά σαν τη χρονιά πριν από χίλια χρόνια∙

το κοφίνι κουβαλάμε και τη ράχη βιτσίζουμε της γελάδας,

θερίζουμε κι ιδέα δεν έχουμε για το χειμώνα,

μηλίτη πίνουμε κι ιδέα δεν έχουμε,

σύντομα θα ξεχαστούμε

κι οι στίχοι θα λιώσουνε σαν το χιόνι μπρος στο σπίτι.


Είν’ η χρονιά σαν τη χρονιά πριν από χίλια χρόνια∙

κοιτάμε μες στο δάσος όπως στου κόσμου το παχνί,

ψέματα λέμε και πλέκουμε καλάθια για μήλα κι αχλάδια,

κοιμόμαστε και τα λασπωμένα μας παπούτσια

τα λιώνει η κακοκαιριά μπροστά στην ξώπορτα.

 

Είν’ η χρονιά σαν τη χρονιά πριν από χίλια χρόνια∙

ιδέα δεν έχουμε,

δεν έχουμε ιδέα για την πτώση,

για τις βυθισμένες πόλεις, το ρέμα, κει που τ’ άλογα πνίγονται

κι οι άνθρωποι.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Φρίντριχ Σίλερ, Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη

 

The Tyche (Fortune) of Antioch. Marble, Roman copy after a Greek bronze original by Eutychides of the 3rd century BC.


(Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου)

1797

( ο Σίλερ αντλεί το θέμα του από τη γνωστή διήγηση του Ηροδότου, Ιστορίαι III 39-43)


Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του
και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν,
την κοίταε με καμάρι και χαρά.
«Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω,
παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος.»
Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά.

«Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό ειν’ αλήθεια·
εκείνους που ίσοι πρώτα ηταν μ’ εσένα
το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό.
Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει·
όσο αγρυπνάει του εχθρού σου αυτού το μάτι,
καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;»

Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα
και νά, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας
μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά.
«Αφέντη,» λέει στον τύραννο «έλα βάλε
δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι
και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά·

ο εχθρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι·
ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου,
με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό…»
Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη
ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα,
πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο.

Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας,
με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο
στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ.
Μ’ αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει
στ’ άπιστο κύμα· τί εύκολα, στοχάσου,
τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή.»

Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει·
χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν,
που απ’ το λιμάνι φτάνουν ώς εδώ.
Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος
των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος
στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό.

Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει.
«Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της,
μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ.
Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα,
πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει
κι είναι κοντά σε τούτο το νησί.»

Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη
χιμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει:
«Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί·
ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει,
τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια
τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί.»

Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος:
«Σε κρίνω —πώς αλλιώς;— ευτυχισμένον,
μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς.
Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι·
ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο
ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς.

Κι εμένα σε καλό μού βγήκαν όλα,
σ’ όλες τις πράξες που έκαμα ως μονάρχης
οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό,
που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν,
τον είδα, οϊμέ, νεκρό· στην ευτυχία
το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ.

Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις,
να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο
να σου δίνουν μαζί με τη χαρά.
Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν
τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα
και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά.

Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν,
τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος·
άκου με που σα φίλος σού μιλώ·
κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο
και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει
πάρ’ το και ρίξ’ το ο ίδιος στο γιαλό.»

Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου
τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο
είν’ ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό.
Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν
οι θεές την ευτυχία μου.» Και πετάει
στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό.

Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας
ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει
τον Πολυκράτη με όψη γελαστή.
«Δέξου από μένα, αφέντη, αυτό το δώρο·
είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο
ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί.»

Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι,
έρχεται βιαστικός και σαστισμένος
και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό:
«Αφέντη, μες στο ψάρι, στην κοιλιά του,
βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει
σύνορα το καλό σου ριζικό.»

Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει.
«Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω
και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς.
Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου.
Φεύγω, να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου.»
Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς.

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης, Ό,τι αγαπήσαμε

 




Τον αγαπήσαμε, πολύ τον αγαπήσαμε

αυτόν τον απαίσιο – αυτόν τον θεσπέσιο –
κόσμο μας.
Τον αγαπήσαμε κι ας τον βλέπαμε
πίσω απ’ τα σίδερα.

Αγαπήσαμε τις χειροπέδες μας
πιο πολύ κι απ’ τα βραχιόλια
που θα βάζαμε στα χέρια της αγαπημένης
κι ας ζύγιζαν πολύ πιο βαριά
(είκοσι καράτια δάκρυα!)

Μα αν δε λέγαμε «όχι» τότε
αν δε λέγαμε τότε «ποτέ»
οι αλυσίδες που αρνηθήκαμε
θα δένανε τα χέρια των παιδιών μας.

Και τα βιβλία μας, αυτά που γράψαμε
για τον έφηβο του «Τώρα» και του «Αύριο»
για τον έφηβο του σημερινού
και για τον έφηβο του αυριανού – Αιώνα
αν δεν λέγαμε τα «όχι» και τα «ποτέ»
τότε τα βιβλία μας
θα ‘πεφταν απ’ τα χέρια τους ντροπιασμένα.
Όσο για σένα, ωραίε ψαλμωδέ του Στίχου,
αν δεν έχεις τη δύναμη,
αν δεν έχεις την τόλμη –
να δείξεις ένα δρόμο…
Κόψε καλύτερα το χέρι σου!
Μη δείχνεις το γκρεμό!



Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος, Ένας μικρότερος κόσμος

Frederick Hendrik Kaemmerer, At The Seashore,
c-1855-1902

«ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2ος τόμος): Ημερολόγιο» 


Ἀναζητῶ μιὰν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω

μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες. ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι, ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους, ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἤ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σὲ ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
Πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

Αργύρης Χιόνης, Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων

Bruce Meek - The Worm & The Tree
from

    Procol's Harum – Something Magic, 1977

 
 ( Η Φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966 – 2000. Εκδ. Νεφέλη )


Η Φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966 – 2000. Εκδ. Νεφέλη. [Πηγή: www.doctv.gr]Η Φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966 – 2000. Εκδ. Νεφέλη. [Πηγή: www.doctv.gr]Η Φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966 – 2000. Εκδ. Νεφέλη. [Πηγή: 

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο.

Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν.

Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα.

Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες.

Πολλοί θα πέσουν μέσα.

Τα χώματα θα τους σκεπάσουν.

Κανείς δεν θα φυτρώσει.

Αργύρης Χιόνης – Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη

 

ΗΛΙΑΣ ΠΑΣΣΙΣΗΣ  Εξέδρα  1971

(1986)

 ΙΑ’

Ω ναι! Ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο τους πάπλωμα.

Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ΄ ένα κουπάκι του καφέ, σ΄ ένα κουταλάκι του γλυκού.

Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται.
Ας είναι γλυκός και ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.