JEAN GAUMY FRANCE. 1981 Haute Normandie region. Seine Maritime department. Etretat beach. Snow storm. (Μagnum) |
(Από την ποιητική συλλογή «Σχέδια για ένα Καλοκαίρι»)
Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού,
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια
και τα μαλλιά σου χρυσά·
τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές, φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου· στ' αριστερό μου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δεν ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Το χιόνι
Τα πρόσωπα που βλέπω δεν ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δεν ρωτούν
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δεν ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι
δρόμοι.
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι
δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη
σιωπή
σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ·ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των
νερών
νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας, τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
που μου ξεφεύγουν
που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που
σ' αγγίζει
σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο,στάλες στην ακίνητη δεξαμενή,
μέσα στον άδειο κήπο,στάλες στην ακίνητη δεξαμενή,
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια,εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια,εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου