MAX ERNST Above the clouds 1920 |
(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)
1915 - 1916
ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟ
Πρόλογος
Τη σκέψη σας πού νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λυγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιάν άσπρη τρίχα στήν ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχειά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί!...
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα ;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ’ το σαλόνι,
εσάς την άψογον υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κ’ εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα - ήρεμα τα χείλη σας
σα μιά μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
μαγειρικής.
Θέλετε —
θάμαι ακέριος όλο κρέας, λυσσασμένος,
— κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός—
θέλετε —
θάμαι η άχραντη ευγένεια
— όχι άντρας πιά, μα σύγνεφο με παντελόνια.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
I
Νομίζετε ίσως πως παραμιλάει ο πυρετός;
Έγινε.
Έγινε στην Οντέσσα.
«Θάρθω στις τέσσερις», είπε η Μαρία.
Οχτώ
Εννέα
Δέκα
Νά καί το βράδι
έφυγε απ’ το παράθυρο
μες στ’ ανατρίχιασμα της νύχτας
κατσουφιασμένο
δεκεμβριανό.
Πίσω απ’ την ξαχαρβαλωμένη πλάτη
χλιμιντράν χαχανίζουν τά πολύφωτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Καί να τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο
λυώνοντας με το κούτελο το τζάμι
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακόμα, ακόμα,
με το πρόσωπο ζουληγμένο
πάνω στο βλογιοκομμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος απ’ τον κεραυνό
των παφλασμών της πολιτείας.
Το μεσονύχτι
σειώντας το γυμνό μαχαίρι του,
έφτασε,
τον έσφαξε.
Πετάχτε τον.
Έπεσε κ’ η δωδέκατη ώρα
σάμπως κεφάλι εκτελεσμένου απ’ το ικρίωμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Άξαφνα
οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.
Μπήκες εσύ,
απότομα σαν ένα «πάρ' το»
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κ’ είπες:
«Ξέρετε —
παντρεύομαι».
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει,
θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε — τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
ενός νεκρού.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πάλι ερωτευμένος θα ριχτώ στο γλεντοκόπι,
πυρπολώντας το τόξο των φρυδιών μου.
Τι να γίνει;
Καί σ’ ένα σπίτι καμένο
ζούνε καμιά φορά άστεγοι αλήτες.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αλό, αλό!
Ποιός εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα,
ο γιός σας είναι εξαίσια άρρωστος.
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδερφές, τη Λιούντα καί τήν Όλια,
δεν έχει πια που ν' απαγγιάσει.
Κάθε λέςη,
ακόμα κ’ ένα αστείο
που φτύνει απ’ το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται όξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο πούπιασε φωτιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στό πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ’ τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό - μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δε μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στερνή κραυγή —
κάνε τουλάχιστον εσύ,
μες απ’ τη φλόγα που σε καίει,
ν’ αντιλαλήσει ο στεναγμός σου
στους αιώνες!
II
Δοξάστε με.
Δεν είμαι ταίρι εγώ των ισχυρών.
Εγώ επάνω σ’ όλα που έχουν γίνει
βάζω «μηδέν».
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ετούτοι
τσαγκρουνώντας ρίμες στο βιολί του;.
βράζουν έρωτες κι άηδονια
για νά βγάλουν δυο δάχτυλα ζουμί.
Ενώ ο δρόμος
δίχως γλώσσα κουλουριάζεται.
Δεν έχει με τι να φωνάξει.
Δεν έχει με τι να μιλήσει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανά του.
Η φωνή του
σαν κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του.
Η πολιτεία αμπάρωσε το δρόμο με σκοτάδι.
Καί στο στόμα
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
καί δυό μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
«τσογλάνι»,
καί μιά άλλη ακόμα,
θαρρώ:
«ψωμί».
Οι ποιητές
που μούλιασαν στα κλάματα καί στ’ αναφυλλητά
λακησαν απ' το δρόμο
τινάζοντας ακατάδεχτα τα τσουλούφια τους.
«Πως μς δυό τέτοιες λέξεις
να τραγουδήσεις
την δεσποινίδα
καί τον έρωτα
καί το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;»
Καί πίσω απο τους ποιητές ρέχουν τα πλήθη του δρόμου:
Φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακουστέ!
Κάνει το κήρυγμά του
με βογγητά κι ουρλιάγματα
ο σύγχρονος φωνακλάς Ζαρατούστρας.
Εμείς
με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι,
με χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα,
Εμείς
οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα κι ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,
Εμείς,
είμαστε πιο καθάριοι κι απ’ το κρούσταλλο της Βενετίας
που το ξεπλύνανε μαζί κ’ οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δε βρίσκονται
στους Όμηρους και στους Οβίδιους
άνθρωποι σαν καί μας,
βλογιοκομμένοι απ' την καπνιά.
Εμείς,
καθένας απο μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εγώ που η σύγχρονη γενιά μου γέλασε κατάμουτρα,
διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.
Εκεί πού τ' ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.
Κι ανάμεσό σας είμαι εγώ
ο Πρόδρομός του,
κ’ είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού
Πάνω σε κάθε μια σταλαματιά του νέφους των δακρύων
Έχω σταυρωθεί.
Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη.
Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξερριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κ' έτσι μεγαλωμένη
καί καταματωμένη
θα σας τη δώσω για σημαία.
III
Σήμερα πρέπει
με τη βαρειά
ν' αποτυπώνεσαι στο καύκαλο του κόσμου.
Εσείς που μοναχά μιάν έγνοιαν έχετε:
«είναι τάχα ο χορός μου κομψός;»
κοιτάχτε πως διασκεδάζω
εγώ-
ο χαρτοκλέφτης κι ο ρουφιάνος
της πλατείας.
Απο σας
που χρόνια τώρα παπαριάζετε στον έρωτα
εγώ θα χωρίσω τα τσανάκια μου
τον ήλιο βάζοντας μονύελο
στ' ορθάνοιχτό μου μάτι.
Μ’ απίθανο ρούχο ντυμένος
θα βαδίσω στη γής
και μπροστά μου δεμένον μ’ αλυσσίδα
θα κρατάω σα σκυλί τον Ναπολέοντα
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έϊ, σείς που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια απο τις τσέπες.
Πάρτε ειν’ κανείς σας δίχως χέρια
νάρθει να χτυπηθεί με κουτουλιές.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Όλα πια είναι μια τρέλλα.
Όλα πια είναι μια τρέλλα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
IIII
Μαρία, Μαρία, Μαρία.
Άσε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις —
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
— πάλι —
το μπαγιάτικο ψωμάκι
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ’ το χτεσινό σου χάδι.
Μαρία. Άνοιξε. Πονάω.
Μαρία. Άνοιξε. Πονάω.
Βλέπεις —
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.
Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ’ όνομά σου,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ’ όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.
Δε θέλεις Μαρία; Δέ θέλεις;
Λοιπόν θά ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
Δε θέλεις Μαρία; Δέ θέλεις;
Λοιπόν θά ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο.
Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό τη γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι οταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ' εκατομμύρια στάλες αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.
Παραμερίστε.
Δε θαά μου φράξετε τδ δρόμο.
Κοιτάχτε —
αποκεφάλισαν ξανά τ’ άστέρια —
Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό τη γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι οταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ' εκατομμύρια στάλες αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.
Παραμερίστε.
Δε θαά μου φράξετε τδ δρόμο.
Κοιτάχτε —
αποκεφάλισαν ξανά τ’ άστέρια —
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Έϊ, εσύ! Ουρανέ!
Βγάλ’ το καπέλο σου.
Εγω περνάω.
Έϊ, εσύ! Ουρανέ!
Βγάλ’ το καπέλο σου.
Εγω περνάω.
Ησυχία!
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ’ τα τσιμπούρια των άστρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου