(Μετάφραση: Γιώργος Βαμβαλής)
Απόσπασμα απο τη Δική (Στη Μητρόπολη / Κεφάλαιο ένατο)
Μπροστά από το νόμο κάθεται ένας θυρωρός. Σ’ αυτόν το θυρωρό έρχεται μιά μέρα ένας άνδρας από την επαρχία και παρακαλεί για την είσοδο του στο νόμο. Αλλά ο θυρωρός λέει, ότι τώρα δεν μπορεί να του επιτρέψει την είσοδο. Ο άνδρας συλλογίζεται και κατόπιν ρωτά, αν λοιπόν θα του επιτραπεί να μπεί αργότερα.
«Είναι δυνατό», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι».
Αφού η πόρτα του νόμου στέκει όπως πάντα ανοιχτή και ο θυρωρός παραμερίζει, σκύβει ο άνδρας, για να μπορέσει να δει μέσα από την πόρτα στο εσωτερικό. Καθώς ο θυρωρός το καταλαβαίνει αυτό, γελά καί λέει:
«Αν σε τραβάει, δοκίμασε λοιπόν να μπείς μέσα παρά την απαγόρευσή μου. Πρόσεξε όμως: είμαι ισχυρός. Και είμαι μόνο ο κατώτατος θυρωρός. Από αίθουσα σε αίθουσα στέκουν όμως θυρωροί, ο ένας ισχυρότερος από τον άλλο. Μόνο τη θέα του τρίτου ούτε και γω δεν μπορώ να την υποφέρω».
Τέτοιες δυσκολίες δεν περίμενε ο άνδρας απο την επαρχία, ο νόμος πρέπει δα να είναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέφτεται αυτός, αλλά καθώς τώρα παρατηρεί καλύτερα το θυρωρό στο γούνινο παλτό του, τη μεγάλη του μύτη, το μακρύ, αραιό, μαύρο, ταταρικό γένι, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα, μέχρι που να πάρει την άδεια για την είσοδο. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να περιμένει δίπλα από την πόρτα. Εκεί κάθεται ημέρες και χρόνια. Κάνει πολλές δοκιμές να μπεί μέσα και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός του κάνει συχνά μικρές ανακρίσεις, τον ρωτάει για την πατρίδα του και άλλα πολλά, αλλά αυτές είναι αδιάφορες ερωτήσεις, όπως τις συνηθίζουν μεγάλοι κύριοι, και τελικά του λέει πάντα, πως δεν μπορεί ακόμη να τον αφήσει. Ο άνδρας, που έχει εφοδιαστεί καλά για το ταξίδι του, χρησιμοποιεί τα πάντα, όσο άκριβα κι αν είναι, για να δωροδοκήσει το θυρωρό. Αυτός τα παίρνει βέβαια όλα, αλλά ταυτόχρονα λέει:
«Το παίρνω μόνο, για να μη νομίσεις, πως παραμέλησες κάτι».
Στη διάρκεια πολλών χρόνων ο άνδρας παρακολουθεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Ξεχνάει τους άλλους θυρωρούς κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για την είσοδο στο νόμο. Στα πρώτα χρόνια βρίζει για την άτυχη σύμπτωση δυνατά, αργότερα, όσο γερνάει, όλο και μουρμουρίζει. Γίνεται παιδί, και μιά και στο μακροχρόνιο σπούδασμα του θυρωρού έχει ανακαλύψει ακόμη και τους ψύλλους στο γούνινο γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και να μεταπείσουν το θυρωρό. Τελικά αδυνατίζει η οράσή του και δεν ξέρει, αν πραγματικά σκοτεινιάζει γύρω του πιό πολύ ή τον γελάνε μόνο τα μάτια του. Τώρα όμως διακρίνει μιά λάμψη,που βγαίνει άσβηστα από τήν πόρτα του νόμου. Αλλά δεν ζεί ακόμη πολύ. Πρίν από το θάνατό του η πείρα απ’ όλα τα χρόνια μαζεύεται στο κεφάλι του σε μια ερώτηση, που μέχρι τώρα δεν την είχε ακόμη κάνει στο θυρωρό. Γνέφει μόνο, γιατί δεν μπορεί να ανασηκώσει το κοκαλωμένο του σώμα. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει βαθιά πάνω του, γιατί η διαφορά της ηλικίας εχει γύρει πολύ σε βάρος του άνδρα.
«Τι θέλεις λοιπόν τώρα να μάθεις ακόμη;» ρωτάει ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος».
«Τι θέλεις λοιπόν τώρα να μάθεις ακόμη;» ρωτάει ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος».
«Όλοι πασχίζουν δα για το νόμο», λέει ο άνδρας, «πως γίνεται όμως, ότι στα τόσα χρόνια δεν εζήτησε κανένας άλλος είσοδο, εκτός από μένα;»
Ο θυρωρός καταλαβαίνει, πως ο άνδρας βρίσκεται στα τελευταία του και για να γίνει αντιληπτός από την αδυνατισμένη ακοή του, του φωνάζει:
Πηγαίνω τώρα να την κλείσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου