ΝΙΚΟΣ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ Ξυλογραφία για τη «Λίμνη» 1965 |
(Μετάφραση: Στέφανος Μπεκατώρος)
Στην άνοιξη της νιότης μου ήτανε γραμμένο
Από του κόσμου όλα τα μέρη σ’ ένα να πηγαίνω
Που όλο και περισσότερο αγαπούσα -
Τόσο τη μοναξιά ποθούσα
Μιας άγριας λίμνης, που τριγύρω της ψηλά
Πεύκα είχε υψωμένα και βράχια μελανά.
Όμως όταν η Νύχτα με το πέπλο είχε σκεπάσει
Όμως όταν η Νύχτα με το πέπλο είχε σκεπάσει
Τον τόπο αυτό, κι όλη μαζί την πλάση,
Και ψιθυρίζοντας τη μελωδία της πέρα
Και ψιθυρίζοντας τη μελωδία της πέρα
Εδιάβαινε απόκρυφη η πνοή του αέρα -
Τότε - αχ! τότε έβγαινα απ’ τον ύπνο
Και στου τρόμου της λίμνης έπεφτα το λίκνο.
Όμως αυτός ο τρόμος δε γινόταν φόβος
Μα μια τρεμάμενη ευφροσύνη -
Ένα αίσθημα που μήτε οι θησαυροί του κόσμου
Θα μ’ έπειθαν ποτέ να ονοματίσω -
Μήτε η Αγάπη - ακόμη κι η δική σου.
Θάνατος ήταν στο φαρμακερό της κύμα,
Και στο βυθό της ταιριαστό ένα μνήμα
Όμως αυτός ο τρόμος δε γινόταν φόβος
Μα μια τρεμάμενη ευφροσύνη -
Ένα αίσθημα που μήτε οι θησαυροί του κόσμου
Θα μ’ έπειθαν ποτέ να ονοματίσω -
Μήτε η Αγάπη - ακόμη κι η δική σου.
Θάνατος ήταν στο φαρμακερό της κύμα,
Και στο βυθό της ταιριαστό ένα μνήμα
Παρηγοριά πια κείνος να γυρεύει
Ο που στα ινδάλματά του μέσα ρεύει -
Κι η μοναχή ψυχή του εκεί να δείχνει
Ένα Παράδεισο στη σκοτεινή λίμνη.
Η Λίμνη
ΑπάντησηΔιαγραφή(Μετάφραση : Νίκος Σημηριώτης)
Ήταν γραφτό, στης νιότης μου το θέρος,
Να προτιμώ απ’ όλη τη γη ένα μέρος
Που τ’ αγαπούσα όλα και πιο βαθιά —
Τόσο ήτανε πλανεύτρα η μοναξιά
Μιας άγριας λίμνης, μ’ ολόμαυρα βράχια
Και πεύκα ολόρθα εκεί στα καταρράχια.
Μα ως είχε ο πέπλος της Νυχτιάς σκεπάσει
Τον τόπο αυτό, μ’ όλη την άλλη πλάση,
Και μελωδίες μουρμουρίζοντας πέρα
Διάβαινε η μυστική πνοή του αγέρα —
Τότε αχ, τότε μ έπιανε λαχτάρα
Για της έρμης λίμνης την τρομάρα.
Μα η τρομάρα αυτή φόβο δεν κλείνει,
Μόνο κάποια ολότρεμη ευφροσύνη —
Ένα αίσθημα, που μήτε της αβύσσου
Τα πλούτη δεν το φτάνουν, συλλογίσου,
Μήτε η Αγάπη — ακόμα κ’ η δική σου.
Θάνατος στο φαρμακερό της κύμα,
Και στο βυθό της ταιριασμένο μνήμα
Για κείνον που παρηγοριά στη μαύρη
Τη φαντασία του εκεί μπορούσε να ‘βρει —
Που θα ‘κανε η ψυχή του η έρμη κι άδεια
Παράδεισο της λίμνης τα σκοτάδια.