SEBASTIAO SALGADO Kuwejt, 1991 |
(Απὸ τὴν συλλογὴ «Διήγηση», 1974)
Ο στόμφος εκούρασε· σύμφωνοι.
Τὸ θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως τὴν παραμόρφωση·
καὶ πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο ποὺ μὲ τοὺς αστοὺς μακάρια πιὰ
παρακμάζει· σωστά.
Λένε σὲ τόνο χαμηλὸ εξομολόγησης
– συγγνώμη·
ποιὸς τάχα δὲν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μὴ διακόπτεις· λοιπὸν είπαμε σὲ τόνο χαμηλὸ
γιὰ τὴ βαθιὰ πληγὴ νὰ λέμε,
άν πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ λὲς γιὰ δαύτην,
κι άς είναι άβυσσο
κι άς είναι απὸ σκοτάδι πιὸ άρρητη.
Χά…
Μὰ η φυλή μου εμένα που
νύχτα μονομαχεί καὶ μέρα
μὲ τὸ ανέφιχτο;
καὶ πού ανηφορίζει;
Κι ακόμα τὸν κρανίου τόπο ανήφορο
κι ακόμα;
Σὲ τόνο χαμηλὸ τί θ’ ακουστεί;
Ποιὸς τάχα δὲν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω πού, αυτό μάς έλειπε,
θ’ ακούγεται ωσὰν ευχαριστώ
στὸν εξοχότατο κανάγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου