ERTE Adam and Eve |
(Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Την αγαπώ και τη δουλεύω απ' τη καρδιά
γι αυτό με λέτε εσείς βρομιάρη και χαζό;
Μ' αυτή έχει χίλια δυο χαρίσματα κρυφά,
γι' αγάπη της σκουτάρι και σπαθί κρατώ.
Σαν μπουν πελάτες, μια καράφα πάω κι αρπώ,
βαστάω φανάρι δίχως φασαρία πολλή,
τους κουβαλάω νερό, ψωμί, φρούτα, τυρί.
Καλά αν πληρώσουνε, τους κράζω: "Γεια χαρά,
να 'ρθείτε πάλι όταν σας βράσουν οι χυμοί,
μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά!"
Μα σε λιγάκι ξεσηκώνω έναν καβγά,
δίχως λεφτά αν ερθεί στο στρώμα μου η Μαργκό
δεν μπορώ ναν την δω η καρδιά μου τη μισά.
Της παίρνω ρόμπες , σώρουχα ό,τι κι αν της βρω,
μα πώς θα πάω ναν τα πουλήσω σαν της πω,
βάζει τα χέρια στους γοφούς της, τη θανή
βρίζει τον Ιησού ο αντίχριστος και σκούζει: "Μή!"
Αρπάζω τότες ένα κούτσουρο απ' τη στιά
και γκαπ, της κάνω απά στη μούρη μια γραφή,
μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.
Μετά φιλιώνουμε και μ' αμολάει μια πορδή,
πιο φουσκωτή κι απ' το φαρμακερό σκάθαρο.
Με χτυπάει στην κούτρα χαΐδευτά,
φουχτώνει τ' αχαμνά μου και μου λέει: "Γκο-γκο!"
Ξεροί κοιμώμαστε κι οι δυο απ' το πιοτό,
μα σαν ξυπνήσει κι η κοιλιά της βουρλιστεί,
με καβαλάει μην ο καρπός της χαλαστεί.
Κάτουθέ της βογγώ, με λιώνει για καλά,
με ξεπατώνει με τη λύσσα που ασελγεί.
μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.
Βρέχει, χιονιζει, έχω τη σούπα μου ζεστή.
Σ' εμέ τον πόρνο αρέσει η πόρνη. Οι δυο μαζί
άξια ταιριάζουμε σαν κώλος με βρακί.
Κακό ποντίκι για την γάτα την κακιά.
Τη βρόμα θέλουμε κι η βρόμα μας ποθεί.
Φεύγουμε την τιμή, μακριά μας πάει κι αυτή,
μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.
γι αυτό με λέτε εσείς βρομιάρη και χαζό;
Μ' αυτή έχει χίλια δυο χαρίσματα κρυφά,
γι' αγάπη της σκουτάρι και σπαθί κρατώ.
Σαν μπουν πελάτες, μια καράφα πάω κι αρπώ,
βαστάω φανάρι δίχως φασαρία πολλή,
τους κουβαλάω νερό, ψωμί, φρούτα, τυρί.
Καλά αν πληρώσουνε, τους κράζω: "Γεια χαρά,
να 'ρθείτε πάλι όταν σας βράσουν οι χυμοί,
μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά!"
Μα σε λιγάκι ξεσηκώνω έναν καβγά,
δίχως λεφτά αν ερθεί στο στρώμα μου η Μαργκό
δεν μπορώ ναν την δω η καρδιά μου τη μισά.
Της παίρνω ρόμπες , σώρουχα ό,τι κι αν της βρω,
μα πώς θα πάω ναν τα πουλήσω σαν της πω,
βάζει τα χέρια στους γοφούς της, τη θανή
βρίζει τον Ιησού ο αντίχριστος και σκούζει: "Μή!"
Αρπάζω τότες ένα κούτσουρο απ' τη στιά
και γκαπ, της κάνω απά στη μούρη μια γραφή,
μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.
Μετά φιλιώνουμε και μ' αμολάει μια πορδή,
πιο φουσκωτή κι απ' το φαρμακερό σκάθαρο.
Με χτυπάει στην κούτρα χαΐδευτά,
φουχτώνει τ' αχαμνά μου και μου λέει: "Γκο-γκο!"
Ξεροί κοιμώμαστε κι οι δυο απ' το πιοτό,
μα σαν ξυπνήσει κι η κοιλιά της βουρλιστεί,
με καβαλάει μην ο καρπός της χαλαστεί.
Κάτουθέ της βογγώ, με λιώνει για καλά,
με ξεπατώνει με τη λύσσα που ασελγεί.
μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.
Βρέχει, χιονιζει, έχω τη σούπα μου ζεστή.
Σ' εμέ τον πόρνο αρέσει η πόρνη. Οι δυο μαζί
άξια ταιριάζουμε σαν κώλος με βρακί.
Κακό ποντίκι για την γάτα την κακιά.
Τη βρόμα θέλουμε κι η βρόμα μας ποθεί.
Φεύγουμε την τιμή, μακριά μας πάει κι αυτή,
μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου