Του εργοστασίου η πόρτα, είναι από σίδερο
έχει στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω από τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απέξω,
χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση
όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν ν’ ακούσουν.
“Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος
Διευθυντής δε θάρθει. Αύριο πάλι
Πρωί. Πιο πρωί”.
Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα.
Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους
σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο- όχι
να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα,
αλλά να ρίξουν τα χέρια τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου