(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)
Καθώς εκείνος που φέρνει ένα σπουδαίο γράμμα στη θυρίδα μετά τις ώρες εργασίας: κι η θυρίδα είναι πια κλειστή.
Καθώς εκείνος που πασχίζει να ειδοποιήσει μια πόλη για τη πλημμύρα που ‘ρχεται: αλλά μιλάει ξένη γλώσσα. Και κανένας δεν τον καταλαβαίνει.
Καθώς ο ζητιάνος που ξαναχτυπάει την πόρτα που του ΄χε ανοίξει τέσσερις φορές: και την πέμπτη απομένει πεινασμένος.
Καθώς ο λαβωμένος που τρέχει το αίμα του όσο περιμένει το γιατρό: και το αίμα δεν σταματάει να τρέχει.
Έτσι ερχόμαστε και ιστορούμε τα κακουργήματα που μας κάνανε.
Την πρώτη φορά που ιστορήσαμε πως αργοσφάζανε τους φίλους μας, κραυγή φρίκης αντήχησε. Είχανε, τότε, σφάξει εκατό. Μα όταν σφάξαν χίλιους και η σφαγή δεν είχε τελειωμό, απλώθηκε σιωπή.
Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή, κανένας πια δεν φωνάζει: Σταματήστε!
Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές. Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινή βροχή.
Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές. Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινή βροχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου