Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι, Σύννεφο με Παντελόνια (Ολόκληρο)

GIANNIS KIRIAKOS    Netherlands, The Hague, 2002 (Photovanity)



 (Μετάφραση- Σημεώσεις: Πέτρος Ανταίος)
----------------------------------------------------------------------------------------------
Το Σύννεφο με Παντελόνια είναι το πρώτο επαναστατικό ποίημα του Μαγιακόβσκι.

Μιλώντας στις 25 του Μάρτη 1930 στους χομσομόλους της Κόκκινης Πρέσνιας (συνοικίας της Μόσχας), ανέφερε: 
Το Σύννεφο άρχισα να το γράφω το 1913, τελείωσε το 1915 και ο πρώτος τους τίτλος ήταν Δέκατος τρίτος Απόστολος
 Όταν πήγα στη λογοκρισία με ρώτησαν. «Επιθυμήσατε λοιπόν τα κάτεργα;»  Τους είπα πως επ’ ουδενί λόγο θα το 'θελα αυτό. Τότε μου σβήσανε έξι σελίδες, συμπεριλαμβανομένου και του τίτλου. Με ρώτησαν πώς μπορώ να συνδέω το λυρισμό με τόσο μεγάλη χυδαιότητα. Τότε τους είπα: 

«Εντάξει, θα 'μαι αν επιθυμείτε σαν λυσσασμένος, κι αν πάλι θέλετε θα 'μαι ο πιο τρυφερός„ όχι άντρας, μα σύννεφο με παντελόνια».

Σε ξεχωριστή έκδοση βγήκε το Σεπτέμβρη του 1915 στην Πετρούπολη, κομμένο σε πολλά σημεία από τη λογοκρισία. Ολόκληρο, χωρίς κοψίμματα, βγήκε για πρώτη  φορά στις αρχές του 1918 στη Μόσχα, με πρόλογο του Μαγιακόβσκι, όπου ανέφερε χαρακτηριστικά:
   
Το σύννεφο με παντελόνια το θεωρώ κατήχηση της σημερινής τέχνης:  
«Κάτω ο έρωτάς σας. κάτω η τέχνη σας, κάτω το καθεστώς σας, κάτω η θρησκεία σας» - να οι τέσσερις κραυγές των τεσσάρων μερών του. 

Όσο για τον τίτλο του έργου ο Μαγιακόβσκι έχει δώσει και μια άλλη εξήγηση:
«Το 1913, επιστρέφοντας απ' το Σαράτοφ στη Μόσχα, για να δείξω σε μια συνταξιδιώτισσά μου στο βαγόνι ότι δεν πρέπει ν' ανησυχεί για τη συμπεριφορά μου,  της είπα πως δεν είμαι άντρας, μα σύννεφο με παντελόνια. Μόλις το είπα σκέφτηκα πως μπορεί να μου χρειαστεί αυτό για κάποιο ποίημα...»
----------------------------------------------------------------------------------------------


ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟ

Το στοχασμό σας,
που ονειροπολεί στα μυαλά σας τα νερουλιασμένα, 
σαν λακές που  παραπάχυνε
                         στο λιγδιασμένο ντιβάνι γερτός,
θα τον ερεθίζω με της καρδιάς
                         το ματόβραχτο κουρέλι
 χλευασμό θα χορτάσω, θρασύς, φαρμακερός.

Στην ψυχή μου δεν έχω ούτε τρίχα λευκή, 
μηδέ γεροντίστικη τρυφεράδα έχω εγώ!
Κεραυνώνοντας τον κόσμο
                         με της φωνής μου την αλκή 
προχωρώ - λεβέντης στα χρόνια μου τα εικοσιδυό.

Τρυφερούληδες!
Ο έρωτας σας στα βιολιά πάνω απλώνει και λειώνει 
Στα ταμπούρλα τον απλώνει ο αψύς.
Σαν και μένα, ωστόσο, θα μπορούσατε 
                         τα μέσα έξω ακόμη 
να γυρίσετε, όσο να γίνετε
                         χείλια μονάχα, εσείς;

Ελάτε να σας δασκαλέψω, 
εσάς του σαλονιού τη μπατίστινη, 
της Κοινωνίας των αγγέλων
                         προϊσταμένη αξιοπρεπής.

Και σας, που τα χείλια ξεφυλλίζετε ήσυχα, 
σάμπως μαγείρισσα τις σελίδες της μαγειρικής.

Αν επιθυμείτε,
θα είμαι όλος σάρκα, παράφορος
-κι ως ουρανός τις αποχρώσεις του που αλλοιώνει-
αν το επιθυμείτε,
θα είμαι αψόγως τρυφερός,
όχι άνδρας πλέον, μα - σύννεφο με παντελόνια.

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια Νίκαια λουλουδιασμένη! 
Ωστόσο εγώ θε να δοξολογήσω με μανία 
κάποιους άντρες, σαν νοσοκομεία μπαγιαντισμένους, 
κάποιες γυναίκες, φθαρμένες απ’ τη χρήση 
                          σαν παροιμία.




Μπορεί να λέτε - παραμιλάει η ελονοσία;

Μ' αυτό έχει γίνει 
γίνηκε στην Οντέσσα.

«Θα 'ρθω στις τέσσερις».
                          -είπε η Μαρία

Οχτώ.
Εννέα.
Δέκα
Το βράδυ,
στο ανατρίχιασμα το νυχτιάτικο, 
τραβήχτηκε απ' το περβάζι κι αυτό 
κατσούφικο, 
δεκεμβριάτικο.

Πίσω απ' την ετοιμόρροπη πλάτη μου 
των κηροπήγιων ακούω 
το χλιμίντρισμα και το χαχανητό.

Τώρα εμένανε ποιος θα με γνώριζε;
Ένας γίγαντας όλο νεύρο.
στενάζει
σφαδάζει.
Σαν τι να ζητάει ετούτη η βραχόριζα; 
Πολλά είναι, η βραχόριζα. που ζητάει.
 
Δε μετράει για μένα
από μπρούντζο να 'μαι
μήτε η καρδιά μου να 'ναι κρύο σιδερικό.
Τη νύχτα, ωστόσο, το καμπάνισμά μου.
θα’θελα να το κρύψω σε κάτι γυναίκειο,
μαλακό.

Και να με, 
πελώριος,
καμπουριάζω στου παράθυρου την κόχη 
λειώνοντας με το κούτελο το τζάμι.
Θα ζήσει ο έρωτάς μου ή όχι;
Και τι λογής;
Μεγάλος ή ψίχουλο θα 'ναι;
Πώς να 'ναι μεγάλος σε τέτοιο κορμί;
Θα πρέπει να 'ναι ένα τόσο δα, 
φρόνιμο ερωτάκι.
Τρέμει τα κλάξον των ταξί.
Αγαπά τα κουδουνάκια απ’ τ' αλογάκια.

Ακόμα κι ακόμα,
με τη μούρη χωμένη,
στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω,
περιχυμένος απ’ το μπουμπουνητό 
της πολιτείας της βουερής.

Το μεσονύχτι, 
μαχαίρι κραδαίνοντας, 
έφτασε 
κι έσφαξε, 
έξω πεταμένος!

Έπεσε η ώρα η δωδέκατη,
από γκιλοτίνα κεφάλι εκτελεσμένου.

Στα τζάμια οι γκρίζες σταγόνες 
σμίγοντας,
γκριμάτσα πελώρια έχουνε ζωγραφίσει, 
σάμπως να ουρλιάζουν οι Χίμαιρες 
της Μητρόπολης της Παναγίας στο Παρίσι.
 
Κατάρατη!
Τι άλλο επιτέλους ζητά;
Μου ξεσκάει το στόμα η κραυγή.
Σαν άρρωστος απ' το κρεβάτι, σιγά, 
αναπήδησε ένα νεύρο 
και να!
Μόλις που σάλευε στην αρχή, 
βάλθηκε να τρέχει μετά με καλπασμό.
Τώρα, μ' άλλα δυο νεύρα μαζί 
παίζουνε κομπολόι μανιακό.

Στον κάτω όροφο έπεσε ο σοβάς.

Τα νεύρα-
μεγάλα.
μικρά,
πλήθος ακέριο, 
τριμποδίζουν δαιμονισμένα-
δεν τα βαστάς.
Κοπήκανε πια ως κι αυτά 
τα γόνατα των νεύρων!

Στην κάμαρα η νύχτα βαλτώνει, βαλτώνει-
τα βαρεμένα μάτια απ' την ιλύ δεν ξεκολλάνε. 
Ξάφνου η πόρτα έτριξε σαν από μόνη, 
απ’ το κρύο, λες,
τα δόντια του ξενοδοχείου χτυπάνε.

Μπήκες
απότομη,
ολόκληρη ένα «άρπα την» 
του γαντιού το σεβρό παιδεύοντας 
κι είπες:
«Ξέρετε
-παντρεύομαι».

Παντρευτείτε λοιπόν, 
δεν πειράζει.
Θα βρω
το κουράγιο να υπομένω.
Βλέπετε, τι ήρεμος που είμ’ γω;
Σαν σφυγμός 
πεθαμένου.

Θυμάστε;
«Τζακ Λόντον, 
χρήματα, 
έρωτας, 
πάθος»
-λέγατε σεις.
Κι εγώ σκεφτόμουν
μόνο πως,
είστε η Τζοκόντα,
που πρέπει να κλέψει κανείς!
Και την έκλεψαν.
Ερωτευμένος και πάλι
                         θα ριχτώ σε γλέντια και σε παιχνίδια, 
με τη φλόγα μου πυρακτώνοντας
                         την καμάρα των φρυδιών μου.

Τι να γίνει;
Ακόμα και στ' αποκαΐδια
ζούνε κάποτε άστεγοι αλήτες του δρόμου.
Με κουρντίζετε;
«Λιγότερ’ από δεκάρες σε ζητιάνο που δόθηκαν 
τα σμαράγδια της τρέλας 
στο μυαλό σας το κλούβιο».
Μην ξεχνάτε!
Η Πομπηία ισοπεδώθηκε, 
σαν παραερεθίσαν το Βεζούβιο!

Έι!
Κύριοι εσείς!
Λάτρες κακουργήματος οποιουδήποτε, 
της σφαγής,
της ιεροσυλίας-
το πιο τρομερό 
έχετε δει ποτέ;-
το πρόσωπό μου 
σε στιγμή 
απόλυτη ηρεμίας;

Νιώθω 
-το «εγώ»
μου 'ρχεται τώρα μικρό.
Κάποιος χυμάει πεισματικά 
να βγει από μέσα μου στον αέρα.
Αλό!
Ποιος στο τηλέφωνο;
Μητέρα εσείς;
Μητέρα.
ο γιος σας είν’ εξαίσια άρρωστος.
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαγιά της καρδιάς.
Πέστε στις αδελφές του - τη Λιούντα, την Όλια, 
δεν έχει γλυτωμό πια.
Κάθε του λέξη,
                         ακόμα 
κι αστείο να ’ναι,
που ξεχύνει το φλεγόμενό του στόμα, 
πετάγεται όξω σαν γυμνή πουτάνα 
από μπορντέλο που έπιασε φωτιά. 
Οσμίζονται οι άνθρωποι-
μυρίζει καμένες σάρκες!
Στέλνουνε κάποιους μέσα.
Στραφταλίζουν οι κάσκες.

Α, δεν κάνει με μπότες!
Δεν κάνει!
Πέστε στους πυροσβέστες: 
στην καρδιά που καίγεται 
μπαίνουν με χάδι.
Μοναχός μου.
Απ' τα πλημμυρισμένα μάτια
                          με βαρέλια νερό θ' αντλήσω.
Αφήστε με να στηριχτώ στα πλευρά, 
θα πηδήσω έξω! θα πηδήσω! θα πηδήσω!
Γκρεμίστηκαν!

Δεν πηδάς έξω απ' την καρδιά.

Στο πρόσωπό μου που αποκαίγεται, 
από τη χαραμάδα των χειλιών 
ένα μικρούτσικο καμένο φιλί 
ορμάει να ριχτεί 
στο κενό.

Μητέρα!
Να τραγουδήσω δεν μπορώ.
Στης καρδιάς το 'κλησάκι 
ψαλμουδιά αντηχεί!
Από φιγούρες λέξεων κι αριθμών αποκαΐδια
ρίχνουνται απ' το καύκαλό μου
-παιδιά
          από πυρπολημένο χτήριο
                                                ως πηδάνε.

Στον πανικό τους, το ίδιο 
υψώθηκαν στα ουράνια να πιαστούνε 
τα φλεγόμενα χέρια της «Λουζιτάνια».

Σε κείνους που τρεμουλιάζουνε 
στου σπιτιού τη σιγή
χυμάει απ' το μόλο εκατόματος
                           της φωτιάς ο κυκεώνας.
Στερνή μου κραυγή
-έστω εσύ,
πως καίγουμαι, βόγκηξε στους αιώνες!
 

2
 
Δοξάστε με!
Τους μεγάλους εγώ δε θα μοιάσω.
Σ' όσα έχουν γίνει 
βάζω «nihil».  [μηδέν]
Ποτές,
τίποτα πια δε θα διαβάσω.
Βιβλία, μου λες;
Και τ' είναι τα βιβλία;

Θαρρούσα παλιά
-τα βιβλία τα σκαρώνουνε, να πώς: 
ήρθ’ ο ποιητής,
άνοιξ’ άνετα τα χείλια τα σφιχτά, 
κι αρχίνισ’ ευθύς,
αλλοπαρμένος κουτεντές το σκοπό-
ορίστε, παρακαλώ!
Αποδείχνεται, ωστόσο, πως, 
πριν αρχίσουν να τραγουδάνε, 
ώρες ατέλειωτες σεργιανάνε, 
βγάνοντας κάλους απ’ το γυρουλιό.
ενώ,
ήσυχα τσαλαβουτάει
                          στης καρδιάς το κατακάθι 
της έμπνευσης
                          το κουτό σαλάχι.
Κι όσο ετούτοι βράζουν έρωτες κι αηδόνια 
να βγάλουν ζουμί, γρατσουνώντας ρίμες στο μεταξύ, 
δίχως γλώσσα ο δρόμος κουλουριάζεται από πόνο
 -δεν έχει με τι να φωνάξει, με τι μια κουβέντα να πει.

Πύργους ξανά της Βαβυλώνας 
τις πόλεις υψώνουμε με κομπασμό.
Κι ο Θεός μπερδεύοντας μόλις το λόγο, 
κάνει τις πολιτείες μας κουρνιαχτό.

Ο δρόμος έκρυψε σιωπηλός το βάσανό του.
Στο λαρύγγι η κραυγή του ορθή τιναζόταν.
Του σταθήκαν καταμεσής στο λαιμό του 
ταξί φουσκοκοίλικα, κοκκαλιάρες καρότσες.

Το στήθος του αλώνισαν οι πεζοί,
                          χειρότερα κι απ’ το χτικιό.

Η πόλη αμπάρωσε το δρόμο με σκοτάδι.

Κι όταν πια
έφτυσε στην πλατεία το συνωστισμό 
καταπίνοντας το προαύλιο της εκκλησίας, 
θα ’λεγες:
με τα κόρα του Αρχάγγελου συνοδειά, 
ο λεηλατημένος θεός έρχεται να τους τιμωρήσει!

Να που όμως,
          κάθισε ο δρόμος
                         και τα ουρλιαχτά άρχισε
μεσοστρατίς:
                         «Έι σεις!
πάμετε να περιδρομιάσουμε!»

Την πόλη οι Κρουπ και τα κρουπάκια καλλωπίζουν 
μ' απειλητικών φρυδιών ρυτίδες στο κούτελο μπρος.
Των νεκρών λέξεων τα μικρά πτώματα στο στόμα σαπίζουν,
Μόνο δυο ζούνε καλοπερνώντας
-«κάθαρμα»
και μια άλλη,
θαρρώ - «μπορς».

Οι ποετάστροι
μούσκεμα στο κλάμα και στ' αναφιλητά.
Λακίζουν απ' το δρόμο μ' ανάκατη μαλλούρα:
«Πώς να τραγουδήσεις με δυο τέτοιες λέξεις μοναχά 
την αρχοντοπούλα 
και τον έρωτα
και το λούλουδο με τη δροσούλα;»
Πίσω απ' τους ποιητές
τρεχαλάνε
του δρόμου τα πλήθη:
φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι»
Κύριοι!
Σταθείτε!
Τι τόση βιασύνη;
Δεν είστε ζητιάνοι,
προς Θεού, μη ζητάτε ελεημοσύνη!

Εμείς οι κατάγεροι
με το βήμα δυο οργιές και βάλε,
όχι να τους ακούμε, να τους φάμε πρέπει το μάτι,
αυτούς, που ένθετο δωρεάν κολλάνε 
σε κάθε διπλό κρεβάτι.
Απ αυτούς, λοιπόν, να ζητάμε με ταπεινοσύνη: 
«Ελεήστε με!»
Να ικετεύουμε για ύμνους
για ορατόρια! Είμαστε οι ίδιοι
δημιουργοί σε φλεγόμενο ύμνο
-το βουητό απ’ τις φάμπρικες και τα εργαστήρια.

Τι με μέλει εμένανε ο Φάουστ 
σε κείνη τη φαντασμογορία από ρουκέτες, 
γλιστρώντας με το Μεφιστοφελή 
στο ουράνιο παρκέτο!
Εγώ ξέρω πως στην μπότα μου ένα καρφί, 
είναι πιο εφιαλτικό απ’ τη φαντασία του Γκαίτε!

Εγώ,
από κάθε Χρυσόστομο με πιο χρυσό στόμα,
που η κάθε μου λέξη
την ψυχή αναγεννά,
κάνει να γιορτάζει το σώμα,
σας το λέω:
κι ο ελάχιστος κόκκος ζωής
αξίζει πιότερο απ’ ό,τι κάνω είτ’ έκανα.

Ακούστε το κήρυγμα!
Σε βόγκους μέσα και σε στεναγμούς,
σας μιλάει του σήμερα ο βροντόφωνος Ζαρατούσ-
τρα εμείς,
με το πρόσωπο σαν τσαλακωμένο απ’ τον ύπνο σεντόνι, 
με τα χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα απ’ το ταβάνι, 
εμείς,
της πολιτείας των λωβιασμένων οι κατάδικοι, 
όπου ο βόρβορος και το χρυσάφι 
της λέπρας γαγγραίνιασαν την πληγή,
είμαστε μεις πιο καθάριοι
απ' το λαζούρι της Βενετιάς,
ως το ξεπλένει ήλιος και θάλασσα μεμιάς!

Καρφί δε μας καίγεται, όταν
Δε θα ΄βρει κανείς σ' Ομήρους και Οβίδιους
ίδιους
ανθρώπους με μας,
σημαδεμένους απ' της κάπνιας την ψώρα.
Όμως ξέρω-
              ο ήλιος θα θαμπωνόταν 
της ψυχής μας θωρώντας
                           τα κοιτάσματα τα χρυσοφόρα,

Τα νεύρα μας, τα ποντίκια
                           -πιο σίγουρα κι από προσευχές.
Δε ζητούμε το έλεος του χρόνου εμείς!
Εμείς
-ο καθείς-
κρατάει στις σφιχτές 
τις παλάμες
των κόσμων τους κινητήριους ιμάντες!

Στο Γολγοθά μου οδηγήθηκε πλήθος θεατών 
της Πετρούπολης, της Μόσχας, του Κιέβου, της Οδησσού.
Και δε βρέθη ουτ' ένας που
να μη φώναξε:
«Σταύρωσον,
σταύρωσον αυτόν!»
Για μένα όμως, ανθρώποι μου κι όσοι 
μ' έχετε ταπεινώσει,
είσαστε οι πιο κοντινοί μου, οι πιο ακρίβοι.

Σκυλί, να γλείφει το χέρι που το έχει χτυπήσει 
δεν έχετε δει;

Εγώ,
ο καταγέλαστος απ’ τις γενιές τις σημερνές 
σαν σόκιν ανέκδοτο, παρατραβηγμένο, 
βλέπω να 'ρχεται πίσω απ’ του χρόνου τις οροσειρές 
εκείνον που Δε βλέπει κανένας.

Πέρ' από κει που ανθρώπου μάτι φτάνει, 
μπροστάρης στις ορδές που 'χουν λιμάξει, 
με της επανάστασης το ακάνθινο στεφάνι 
βλέπω να ορμά το χίλια εννιακόσια δεκάξι.

Κι είμ' ο προάγγελός του ανάμεσό σας-
όπου πόνος και γω.
Πάνω σε κάθε δάκρυ δικό σας 
καρφώνομαι και γω στο σταυρό.
Τίποτα πια δεν αξίζει συγγνώμη,
κατάκαψα τις ψυχές με της τρυφερότης τα φύλλα.
Κι είν’ αυτό πιο δύσκολο ακόμη, 
πάρα να ρίξεις χίλιες Βαστίλλες.

Κι όταν
με την εξέγερση
του ερχομού του μήνυμα δώστε
και βγείτε να δεχτείτε το σωτήρα το νέο,
θα ξεριζώσω την καρδιά μου,
θα την ποδοπατήσω να μεγαλώσει
και μουσκεμένη στο αίμα, θα σας τη δώσω για σημαία.

 
3

Α, γιατί και πούθε 
στη φωτεινή τη χαρά μου
τούτο της βρόμικης γροθιάς
το φοβέρισμα τ' άδικο!
 
Ήρθε
και κρέμασε την αυλαία της απόγνωσης στο μυαλό μου 
η σκέψη για το τρελάδικο.

Κι όπως
σαν βουλιάζει θωρηκτό,
από τους πνιγηρούς για να σωθούνε τους σπασμούς 
ρίχνουντ' οι ναύτες απ' τις μπουκαπόρτες 
του καραβιού,
έτσι μέσ' απ' το μάτι του το ξεγδαρμένο 
ξεπόρτισε 
ξετρελαμένος 
ο Μπουρλιούκ.
Τα δακρυσμένα ματόφυλλα ματώνοντας,
βγήκε,
στάθη,
προχώρησε αργά
και μ' απρόσμενη γι' άνθρωπο τόσο παχύ τρυφερότητα 
έτσι του 'ρθε κι είπε «λαμπρά!»

Λαμπρά είναι, όταν σε κίτρινη πουκαμίσα τυλιγμένη 
κρύβεται απ' των άλλων τα βλέμματα η ψυχή σου·
                                                           όταν,
στης καρμανιόλας τα δόντια ριγμένος 
φωνάζεις:
«Πίνετε κακάο Βαν-Χούτεν!»

Κι αυτή τη στιγμή, 
σαν βεγγαλικό βροντερή,
με τίποτα δε θα την άλλαζα εγώ,
με τι...
 
Μα να που απ' το πούρο καπνοί σεργιανάνε 
κι από μέσα τους, ποτηράκι του λικέρ μακρουλό, 
αναδύεται το πιωμένο πρόσωπο του Σεβεριάνιν
Πώς τολμάς, ποιητή να σε λένε 
και, γκριζωπός έτσι, σαν ορτύκι να τιτιβίζεις! 
Σήμερα πρέπει με σιδερένια γροθιά να μπαίνεις 
στο καύκαλο του κόσμου και να τ’ ορίζεις!

Σεις,
που έχετε μιαν έγνοια μόνο-
«ο χορός μου κομψός τάχα να ναι;» 
κοιτάχτε εμένανε πώς ξεφαντώνω, 
του δρόμου ο χαρτοκλέφτης και ρουφιάνος!

Από σας που είστε από έρωτα μουλιασμένοι ολόκλ-
ηροι, δάκρυα ποτίζοντας τους αιώνες των αιώνων, 
ξεκόβω εγώ·  τον ήλιο μονόκλ 
στ' ορθάνοιχτό μου μάτι στυλώνω.

Απίθανα στολισμένος 
θα γυρίσω τη γη 
για ν' αρέσω και να καώ, 
και μπρος
το Ναπολέοντα θα κρατώ, 
μ' αλυσίδα δεμένο, 
σαν μπουλντόγκ.

Ξάφνου 
τα σύγνεφα
κι όλα τα συμπαρομαρτούντα 
ξεσήκωσαν στα ουράνια ανείπωτη φασαρία,
λες κι εργάτες λευκοί σκορπούνε, 
κηρύσσοντας τ' ουρανού ανήλεη απεργία,
Τ' αστραπόβροντο απ' τα νέφια χύθηκε σαν θηρίο
τα πελώρια ρουθούνια ξεμυξιάζοντας με βία 
κι ο ουρανός ευθύς στραβομουτσούνιασε κρύος, 
με την άγρια γκριμάτσα του σιδερένιου Βίσμαρκ. 
Και κάποιος στων νεφών λες μπερδεύτη τις άλυσες 
κι άπλωσε χέρι στον καφέ τρικλίζοντας-
θα 'λεγες κάπως γυναικεία, 
τρυφερός κάπως θα 'λεγες, 
σάμπως πυροβόλου κιλλίβαντας.

θα νομίζετε ίσως πως, 
ο ήλιος αναγέρνοντας απαλά το κεφάλι 
αναδεύει το φλιτζάνι του καφέ;
Για να εκτελέσει επαναστάτες και πάλι 
εξορμά ο στρατηγός Γκαλιφέ.

Έι σεις, οι σουλατσαδόροι,
βγάλτε απ' τις τσέπες τα χέρια
-με πέτρες, μαχαίρια είτε μπόμπα οπλιστείτε!
Κι αν κάποιωνε λείπουν τα χέρια 
με το κούτελο ελάτε να χτυπηθείτε!
Ελάτε, οι πεινασμενούληδες,
                       οι ιδρωμενούληδες, 
                       υποταγμενούληδες, 
Βγείτε απ’ τις τρύπες,
που ξινίσατε στα ψειριασμένα ρούχα σας 
                                           και τις βρομιές.
 
Ελάτε!
Τις Δευτέρες και τις Τρίτες, 
να βάψουμε με το αίμα σε γιορτές!
Ας θυμάται η Γη,
με το μαχαίρι μας μέσα της βαθιά μπηγμένο, 
ποιους ήθελε στο βούρκο να κυλήσει!
Η Γη,
που στρογγύλεψε απ’ το πάχος σαν μαιτρέσα 
που ο Ρότσιλντ την έχει μπουχτίσει!
Κι οι σημαίες μας ας παραδέρνουνε μέσα
στον πυρετό απ’ τις
ομοβροντίες.
σάμπως ταιριάζει σε καθωσπρέπει γιορτή 
-πιο πάνω υψώστε του δρόμου εσείς 
φανάρια
των μεγαλεμπόρων του σταριού
                           τα ματωμένα σφαχτάρια.

Καταβρίστηκε, 
χιλιοϊκέτεψε. 
κατάκοψε, 
χύμηξε φουριόζα
τα πλευρά καποιανού να ξεσκίσει.

Στον ουρανό, κόκκινη, σαν μαρσεγιέζα, 
ανατρίχιασε, ψοφώντας, η δύση.

Είναι η τρέλα πια...

Τίποτα, πάει, παλιά ιστορία.
 
Η νύχτα θα 'ρθει, 
θα κολατσίσει, 
θα φάει.
Βλέπετε;

Ο ουρανός ιούδεψε πάλι, 
με μια φούχτα αστέρια 
κατάστιχα από προδοσία.

Ήρθ’ η νύχτα.
Γλεντοκοπάει
με τα πισινά της κατάστηθα 
στην πολιτεία καθισμένη, 
σαν το Μαμάι.
Τη νύχτα ετούτη, μαύρη σαν τον Άζεφ
τα μάτια μας δεν τη σπάζουν.

Σβουριγμένος στο καπηλειό σκαντζοχοιριάζω.
Περεχύνω κρασί την ψυχή και το τραπέζι 
                           σε τούτη δη τη γωνιά.
Απ’ τον τοίχο δυο μάτια στρογγυλά με κοιτάζουν· 
με τα μάτια της την καρδιά μού τρώει η Παναγία.

Τι θεν και προικίζουνε το συρφετό απ’ τα καπηλειά 
φωτοστέφανο με το καλούπι μπογιαντισμένο;
Βλέπεις; και πάλι
προτιμούν το Βαραββά,
απ’ το Γολγοθινό το μυριοφτυσμένο.
Μπορεί,
στο ανθρώπινο μίγμα, ξεπίτηδες,
να μην ξεχωρίζω στο πρόσωπο από κανένα.

Μπορεί πάλι, εγώ να ’μαι ο πιο ’μορφος που είδες,
απ' τους γιους σου, έναν προς ένα,
Δώσε σε κείνους που σαπίσανε στο γλεντοκόπι 
γοργό το θάνατο του χρόνου να βρούνε, 
για ν’ αρχίσουνε να βλασταίνουν
                            σαν που ταιριάζει ανθρώποι- 
τ’ αγόρια - πατέρες
                            τα κορίτσια - να γκαστρωθούνε.
Και να φυτρώσουνε κάνε
                            σε καινούρια γέννα ξανά 
τα φιλέρευνα άσπρα γένια των μάγων των τριώνε. 
Όσο να ’ρθουνε κείνοι, που θα βαφτίσουνε τα μωρά 
με τα ονόματα των στίχων των δικών μου.

Ίσως και να ’μαι, απλά έτσι αν θέλεις, 
εγώ, που να υμνώ τις μηχανές
                            και την Αγγλία δεν απόστασα, 
του πιο κοινού Βαγγέλιου 
ο δέκατος τρίτος Απόστολος,
Και σαν η φωνή μου σκούζει και βρίζει, 
ώρα την ώρα, μερόνυχτα, μόνη,
την ίδια στιγμή ίσως ο Χριστός να μυρίζει 
της ψυχής μου το μη με λησμόνει.

 
4

Μαρία! Μαρία! Μαρία!
Άσε με να 'μπω Μαρία!
Δε βαστώ πια στους δρόμους!
Δε θες;
Περιμένεις
σε λάκκους να βουλιάξουν τα μάγουλά μου 
κι έτσι απ' όλες δοκιμασμένος,
γλυκανάλατος 
να ’ρθω
και φαφούτικα να ψευδίσω, πως 
σήμερα είμαι 
«απίθανα τίμιος».

Μαρία, 
βλέπεις, 
έχω αρχίσει 
να καμπουριάζω.

Στα σοκάκια 
οι άνθρωποι
μέσ’ απ’ το λίπος της τετραώροφης σγάρας τους
θα ξετρυπώσουνε τα ματάκια,
τα φαγωμένα απ’ τη σαραντάχρονη χρήση,
κάνοντας χάζι
με πνιχτά χαχανητά,
που στα δόντια κρατάω-
-ξανά-
το μπαγιάτικο κουλούρι
                            απ’ το χτεσινό σου χάδι.

Πλημμύρισε η βροχή
                            με λυγμούς τα πεζοδρόμια· 
κυκλωμένη απ’ τους νερόλακκους λωποδύτρα, 
μούσκεμα, γλείφει του δρόμου
                 το στουπωμένο απ’ το λιθόστρωτο πτώμα, 
ενώ στα λευκά τσίνορα, άκρη ως άκρη 
-μάλιστα-
στων κρουστάλλων τα τσίνορα 
-μάλιστα, κοίτα-
στα χαμηλωμένα μάτια απ’ τα λούκια 
σταλάζει το δάκρυ.
 
Μαρία!
Πώς στ αφτί τους, απ’ το λίπος πρησμένο, 
να τρυπώσει μια λέξη απαλή;
Το πουλί
με το τραγούδι του διακονεύει, 
τραγουδάει πεινασμένο, 
ηχερό.
Μα εγώ είμ άνθρωπος, Μαρία, το ξέρεις, 
απλός,
που μ' έφτυσε η νύχτα η χτικιάρα 
στης Πρέσνιας το βρόμικο χέρι.

Μαρία, τέτοιον με θέλεις, λοιπόν;
Άσε με να μπω, Μαρία!
Με δάχτυλα σπασμωδικά θα σφίξω 
του κουδουνιού το σιδερένιο λαιμό!

Μαρία!

Αγριεύει των δρόμων η βοσκή.
Το λαιμό μου πληγώνουν
                            τα δάχτυλα του συνωστισμού.

Άνοιξέ μου!
Πονώ!

Βλέπεις - οι καρφίτσες απ' τα γυναικεία καπέλα 
στα μάτια μου έχουν μπηχτεί!

Άνοιξες!

Μωρό μου!
Μη φοβάσαι πως στο σβέρκο μου το βουβαλίσιο 
υδροκοίλες γυναίκες, βουνό έχουν καθίσει,
                            πως απ’ όλη μου τη ζωή που πέρασε
σέρνω εκατομμύρια πελώριους καθάριους έρωτες,
δισεκατομμύρια μικρούς βρόμικους ερωτάκους.
 
Μη φοβάσαι, 
ξανά, πως
στη βαρυχειμωνιά της προδοσίας,
θα πεις «ξανακύλησες
στις χιλιάδες τις ομορφούλες»
-τις «ερωτευμένες το Μαγιακόβσκι»-
ξέρεις, είν’ ολόκληρη δυναστεία 
ανεβασμένος στην καρδιά ενός τρελού 
          βασίλισσες.

Πιο κοντά μου, Μαρία!
Με τσίτσιδη ξετσιπωσιά,
ή με τρέμουλο φοβισμένο,
των χειλιών σου δώσ’ μου την άφθαρτη γοητεία:
Ως ένα Μάη δεν πρόλαβα να ζήσω εγώ
                                    μαζί με την καρδιά,
σ’ όλη μου τη ζωή
ο εκατοστός χειμώνας μόνο υπάρχει για μένα,

Μαρία!
Ο ποιητής φτιάχνει σονέτα στην Τιάνα
μα εγώ
-από σάρκα ολοσούμπιτος, 
ολοσούμπιτος άνθρωπος-
το κορμί σου ζητώ, 
έτσι απλά και ήμερα, 
όπως οι χριστιανοί ζητάνε 
«τον άρτον ημών τον επιούσιον
δος ημίν σήμερον»,

Μαρία - δώσ μου!

Μαρία!
Φοβάμαι, τ' όνομά σου μην ξεχάσω, 
όπως ο ποιητής φοβάται μην ξεχάσει 
μια λέξη
γεννημένη σ' ολονύχτιο αγκομαχητό, 
στη μεγαλοσύνη της παρόμοια με το Θεό. 
Το κορμί σου
θα το φυλάω και θα τ' αγαπώ,
σάμπως φαντάρος,
απ’ τον πόλεμο κουτσουρεμένος,
άχρηστος,
μην ανήκοντας πια σε κανένα, 
το πόδι του φυλάει το μοναδικό.
Μαρία-
Δε θέλεις;
Δε θες!

Χα!

Πάει να πει, 
πρέπει πάλι, 
την καρδιά μου να πάρω 
σκυφτή, σκοτιδιασμένη, 
απ’ τα δάκρυα σκαμμένη 
πόνου ανείπωτου, 
να την κουβαλήσω 
σαν το σκυλί
που κουβαλάει στην τρύπα του 
το πόδι του το κομμένο απ’ το τρένο.

Της καρδιάς μου το αίμα
δίνει στο χώμα
της χαράς το χρώμα.
 
Λουλούδια σκόνης στ' αμπέχονο θα κολλήσει.
Χορεύοντας ο ήλιος τη γη,
χίλιες φορές θα τη στροβιλίσει
όπως η Ηρωδιάδα
το κεφάλι του Βαπτιστή.

Κι όταν φέρει τόσες στροφές στο χορό, 
όσα τα χρόνια της ζωής μου ως το τέλος, 
μιλιούνια στάλες αίμα θα χαράξουν το ντορό, 
που οδηγεί, στο κατώφλι του Πατέρα.

Θα 'βγω έτσι βρόμικος
                            (απ’ τις νύχτες που πέρασα στα χαντάκια), 
θα σταθώ κοντά του 
και σκύβοντας στ' αφτί θα του πω:
Ακούστε κύριε Θεέ!
Πώς δεν έχετε σκυλοβαρεθεί 
-σ’ αυτό το συννεφένιο ζελέ 
να μουσκεύετε κάθε μέρα 
τα πανάγαθα μάτια;
Ελάτε να παίξουμε τ' αλογάκια 
γύρω απ’ το δέντρο της γνώσης 
του καλού και του κακού!
Συ ο παρών πανταχού, 
σε κάθε μια κάβα θα τρυπώσεις, 
και τέτοια κρασιά θα βάλουμε στο τραπέζι, 
που θα θελήσει να χορέψει κι-κα-που 
κι ο κατσούφης ακόμα Απόστολος Πέτρος.
Και στην παράδεισο 
θα φέρουμε πάλι Ευάκια 
-δώσε μου μόνο διάτα 
κι απόψε κιόλας τη νύχτα, 
απ' όλα τα βουλεβάρτα
τα πιο ’μορφα κοριτσάκια 
θα κουβαλήσω για σένα.
Θέλεις;
Δε θες;
Κουνάς το μπουκλάτο 
κεφάλι σου;
Ζαρώνεις τ' άσπρα σου φρύδια;
Καημένε μου, δε ρωτάς
-κείνος ο φτερωτός πίσ’ απ’ την πλάτη
σκαμπάζει από έρωτα;
Κι εγώ είμαι άγγελος. Ήμουνα μια φορά. 
Ζαχαρένιο αρνάκι φάνταζα.
Μα δε θέλω πια να χαρίζω στις φορά-
δες απ’ το μαρτύριο των Σεβρών σκαλιστά βάζα. 
Παντοδύναμε εσύ, ένα ζευγάρι χέρια εσοφίστης, 
στον καθένα ένα κεφάλι κανόνισες 
να του πάει-
μα γιατί δε σοφίστης, δίχως μαρτύριο ν’ αφήσεις 
τον καθένα μας να φιλάει, να φιλάει, να φιλάει;!
Σε θαρρούσα παντοδύναμο Θέαρο
 κι είσαι ατζαμής, τοσοδούλης Θεούλης, μισή φέτα. 
Κοίτα δω, σκύβω κι απ' της μπότας το λαιμό 
βγάζω φαλτσέτα.
Φτερωτά καθάρματα εσείς!
Στην Εδέμ σας τσακιστείτε πίσω, 
σε πανικό τρεμουλιάρικο, τινάζοντας τα φτερά σας! 
Και σε, που βρομάς λιβάνι, θα σε σκίσω 
από δω ως την Αλάσκα!

Αφήστε με!
Παραμερίστε!
Ψέματα αν λέω ή αλήθεια, 
μόνο ήσυχος να μείνω δεν μπορώ.
Κοιτάχτε!
Τ' αστέρια ξανά αποκεφαλίσαν,
στάζει αίμα ο ουρανός σαν σφαγείο!

'Ει, σεις!
Ουρανοί!
Το καπέλο σας βγάλτε!
Περνάω εγώ!
Ησυχία μουλωχτή.

Το σύμπαν κοιμάται,
ακουμπώντας στο μπράτσο
το πελώριο αφτί
κατάστικτο απ' τα τσιμπούρια των άστρων.

MARIA DENISOVA

----------------------------------------------------------------------------------
Μαρία:  Αλεξάντροβνα Ντενίσοβα- Το πρότυπο της ηρωίδας του Σύννεφου με παντελόνια

Λουζιτάνια:    Στις 7 Μάιου 1915 ,γερμανικό υποβρύχιο τορπίλισε το υπερωκεάνιο «Λουζιτάνια»,που κάηκε στην ανοιχτή θάλασσα με όλους τους επιβάτες του. Ήταν μια απο τις αφορμές για τη συμμετοχή των Η.Π.Α στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μπορς Σούπα με λαχανικά, ιδιαίτερα δημοφιλής στη Ρωσία.

Θεατών:   Εμπειρία πικρή από τα  ταξίδια του Μαγιακόβσκι στη Ρωσία το 1913-14, όπου ένα αστικό και μικροαστικό «πλήθος θεατών» αποδοκίμαζε τον ποιητή.


Μπουρλιούκ:   Δαβίδ Νταβίντοβιτς- (1882-1967) ζωγράφος, ποιητής, εκπρόσωπος του «αριστερού» μοντερνισμού, απο τους ηγέτες του ρωσικού φουτουρισμού. Λεει γι'αυτόν ο Μαγιακόβσκι: «Με παντοτινή αγάπη σκέφτομαι τον Δαβίδ. Θαυμάσιος φίλος. Ο μοναδικός μου δάσκαλος. Ο Μπουρλιούκ μ' έκανε ποιητή. Μου διάβαζε Γάλλους και Γερμανούς. Με γέμιζε βιβλία. Περπατούσε και μιλούσε δίχως τελειωμό. Δε μ' άφηνε ούτε βήμα. Μου έδινε κάθε μέρα 50 καπίκια. Για να γράφω χωρίς να πεινώ».

Κίτρινη πουκαμίσα: «Κουστούμι δεν είχα ποτέ. Είχα δυο μπλούζες σ' ελεεινή κατάσταση. Δοκιμασμένη η μέθοδος να στολίζεται κανείς με γραβάτα. Δεν είχα λεφτά. Πήρα απ' την αδερφή μου ένα κομμάτι κίτρινη κορδέλα.Το τύλιγα στο λαιμό.Έκανε κρότο.Πάει να πει, το πιο αξιοπρόσεχτο και ωραίο στον άνθρωπο είναι η γραβάτα. Συνεπώς, αν μεγαλώσει κανείς τη γραβάτα, μεγαλώνει κι ο θόρυβος. Και καθώς το μέγεθος μιας γραβάτας είναι περιορισμένο, χρησιμοποίησα μια πονηριά: έκανα ένα πουκάμισο γραβατίσιο και μια γραβάτα πουκαμισένια. Εντύπωση ακατανίκητη» Απο το«Αυτός Είμαι»(αυτοβιογραφία).

Πίνετε κακάο Βαν-Χούτεν!:  Γεγονός, από τις εφημερίδες της εποχής: Ένας μελλοθάνατος συμφώνησε να φωνάξει πριν τον εκτελέσουν αυτά τα λόγια, επειδή η φίρμα αυτή είχε υποσχεθεί μεγάλη αμοιβή στην οικογένεια του.

Σεβεριάνιν:     Ίγκορ-  ρώσος ποιητής (1887-1941) ιδρυτής του Εγω-φουτουρισμού το 1911 με την έκδοση ενός μικρού φυλλαδίου με τίτλο «Πρόλογος(Εγώ-φουτουρισμός).
 
Γκαλιφέ:  Ο γάλλος στρατηγός που έπνιξε στο αίμα τους επαναστάτες της Κομμούνας του Παρισιού. 

Οπλιστείτε!:  Το σύνθημα για την οργάνωση επαναστατικών αποσπασμάτων και τον εξοπλισμό τους με όλα τα μέσα το έριξε ο Λένιν το 1905 στο άρθρο του «Από την άμυνα στην επίθεση» 

Ιούδεψε:  Ο Μαγιακόβσκι πολύ συχνά μετατρέπει ουσιαστικά, ονόματα, επίθετα σε ρήματα.

Μαμάι:  Στρατιωτικός αρχηγός της Χρυσής Ορδής των Ταταρο-Μογγόλων, που έκαναν καταστρεπτικές επιδρομές στη Ρωσία. Νικήθηκε απο τον Ντμίτρι Ντονσκόι στη μάχη του Κούλικοβο (8.9.1930)

Άζεφ:  (1869-1918) Προβοκάτορας από τους καθοδηγητές του κόμματος των Εσέρων (Σοσιαλεπαναστατών). Το 1908 ξεσκεπάστηκε το πραγματικό του πρόσωπο σαν μυστικός πράκτορας της Οχράνας(μυστική αστυνομία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) και καταδικάστηκε  σε θάνατο από την Κ.Ε του κόμματος αυτού, αλλά διέφυγε τότε το θάνατο. Πρόλαβε να παραδώσει στο θάνατο και στα κάτεργα εκατοντάδες αγωνιστές. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας και του χαφιεδισμού.

Πρέσνιας:  Συνοικία της Μόσχας 

Ο ποιητής φτιάχνει σονέτα στην Τιάνα: Από ποιήμα του Ίγκορ Σεβεριάνιν

Κι-κα-που:  Χορός της εποχής.

4 σχόλια:

  1. Αγαπητέ Ηλία,
    Θα με βοηθολυσατε πολύ αν εχετε γράψει τις σελίδες του Συννεφου με Παντελόνια από τον τόμο μεταφράσεων του Π. Αντάιου, διότι θα ηλθελα να αναφερθώ σ' αυτήν την μεταφραση στην εργασία μου. εψάχνα αυτό το βιβλίο και, όμως, δεν μπορώ να το βρώ πουθενά.
    Σας ευχαριστώ εκ των προτερων!
    Αννα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητή Άννα,
    η μετάφραση είναι από τον τόμο:
    ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
    (Μετάφραση από τα ρωσικά, εισαγωγή - σημειώσεις: ΠΕΤΡΟΣ ΑΝΤΑΙΟΣ)
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ, Πρώτη Έκδοση Νοέμβριος 2001

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ενα μεγάλο ευχαριστώ για τη δημοσίευσή σας.. Η μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου είναι η πλέον ''αληθινή'' και ο τόμος από τις εκδόσεις ''Οδυσσέα'' είχε από χρόνια πολλά εξαντληθεί..

    ΑπάντησηΔιαγραφή