Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Λευτέρης Τηλιγάδας, Επικίνδυνα πεζοδρόμια


DAVID SEYMOUR  ITALY. 1948. Naples. Angela sells cigarettes which she gets from the Black Market, to people at the cafes. (Magnum Photos)

(Από την ανέκδοτη συλλογή «Τα αποσπάσματα των φιλήσυχων»)



Προτίμησα τους δρόμους
που δεν βγάζουν πουθενά...

Άφησα τα πεζοδρόμια ελεύθερα,
για να τα περπατήσουν

οι πεζοπόρες επιθυμίες,
που βιάζονται να φτάσουν σπίτι,
να ταΐσουν τα παιδιά,
να τα βάλουνε για ύπνο
και μετά να ανοίξουν την τηλεόραση
για να δούνε ζωντανά τις ειδήσεις.

Στους δρόμους
δεν υπάρχουνε ειδήσεις…
Ούτε οθόνες υπάρχουν,
ούτε ύπνος, ούτε παιδιά.

Κάτι ξεχασμένοι εφιάλτες μόνο…
και λίγο απ' το υπόλοιπο του μεταξιού,
που φτύνει η αράχνη στον αέρα,
για να στηρίξει τον ιστό της
στη χαλασμένη λάμπα θυέλλης.

Άκου τι λένε οι ιχνηλάτες της σκόνης,
λίγο πριν μπουν - ανεπαίσθητα -
στο περίτεχνο κούμπωμα
της μπιζουτιέρας στο boudoir:
«Προσοχή στα πεζοδρόμια τα βράδια.
Κυκλοφορούν φιλήσυχες πεζοπορίες,
ανυποψίαστα έτοιμες,
τα φριχτά τους να ξεχάσουνε ποδοπατήματα,
αρκεί να βρουν το σπίτι τους ζεστό,
τα παιδιά τους στον ύπνο
και τις ειδήσεις ζωντανές.»

Ρένα Χατζηδάκη (Μαρίνα), Κατάσταση Πολιορκίας


Πηγή: Ποιείν

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ  (1999)


1968, Φυλακές Αβέρωφ

Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα ‘χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου,την καρδιά μου γυρεύοντας
και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν -πόσον καιρό;
Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;
Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνές των ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;
Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει -έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με καταβροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
Να σου τραγουδήσω;
Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.
Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα ‘ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,
Χωρίς εσένα, πώς;
Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου,ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα ‘ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
-τι είν’ αυτό που ανεβαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουβέρτα -
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.


ΙΙ


Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
-ίσως- τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
-τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» -
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω.


III


 Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που -ίσως -καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να ‘ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα ‘χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Και πια δε θα ‘χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα ‘χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα ‘χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου -ίσως- νεκρό
μα πάλι ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.

Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι, Επίκαιροι αμίλητοι


Πηγή: Poetry Bar

PAUL FUSCO  USA. Oregon. Portland. 2002. Dignity Village. The village's paved site, adjacent to the airport, has an unfortunate tendency to collect and retain water, so villagers often traverse makeshift bridges to ger from one house to another. (Magnum Photos)


Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης, ανάμεσά
μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα
τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί, περίεργα θα ’λεγες είναι
φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία..

Πηγή: Blog Th A P

WERNER BISCHOF 
GERMANY. Frankfurt. 1946.  A man looking at the ruined city.(Magnum Photos)


Εσείς οι νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
Και της καινούργιας χαραυγής πάνω στις πολιτείες
Πού δε χτίστηκαν ακόμα, και σεις
Πού δε γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
Τη φωνή τη δική μου, πού πέθανα
Όχι δοξασμένα.

Αλλά
Σαν τον αγρότη πού δεν όργωσε το χωράφι του
Και τον χτίστη πού ξετσίπωτα το βάλε στα πόδια
Σαν είδε την τρύπια στέγη,

Έτσι κ' εγώ,
Δε βάδισα με την εποχή μου, ξόδεψα τις μέρες μου,
Και τώρα πρέπει να σας παρακαλέσω
Να πείτε εσείς αυτά πού δεν ειπώθηκαν,
Να κάνετε αυτά πού δεν έγιναν, και μένα
Γρήγορα να με ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Για να μην παρασύρει και σας
Το δικό μου κακό παράδειγμα.

Αχ, γιατί κάθησα στων στείρων το τραπέζι
Τρώγοντας το φαΐ
Πού αυτοί δεν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τα καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους
Άσκοπη κουβέντα. Έξω όμως
Διάβαιναν οι αδίδαχτοι
Διψασμένοι να μάθουν.

Αχ, γιατί
Τα τραγούδια μου δεν υψώνονται στα μέρη εκείνα
Πού θρέφουν τις πολιτείες, εκεί
Πού ναυπηγούνται τα καράβια;
Γιατί δεν υψώνονται
Απ' τις γρήγορες ατμομηχανές
Σαν τον καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στον ορίζοντα;

Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι στάχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι και δημιουργικοί.

Ούτε μια λέξη
Δεν ξέρω να πω σε σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μια υπόδειξη δε θα μπορούσα να σάς κάνω
Με δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς το δρόμο να δείξει
Αυτός πού δεν τον διάβηκε!

Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δε μένει
Παρά να σας ζητήσω
Να μη δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν από το δικό μας
Σάπιο στόμα, μήτε και συμβουλή
Καμιά να μη δεχτείτε
Απ' αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
Αλλά μόνοι σας ν' αποφασίσετε
Ποιό το καλό για σάς και τι σάς βοηθάει
Τον τόπο να χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Να ρημάξει σαν την πανούκλα,
Και για να κάνετε τις πολιτείες
Κατοικήσιμες.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Τίτος Πατρίκιος, Οφειλή


Πηγή: Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

ABBAS,   KUWAIT. Gulf War, 1991,  Next to a tank destroyed by US aerial bombing, a dead Iraqi soldier is mumified by drops of oil escaping from wells, set on fire by the soldier's unit before it retreated.(Magnum Photos)


Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο,
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Το Πλέγμα


M.C. ESCHER   Eye, 1946


(Μετάφραση:  Δημήτρης Καλοκύρης)



Στάζει κάθε τόσο
η βρύση στην αυλή
μοιραία σαν το θάνατο του Καίσαρα.
Και τα δυό είναι μέρη του πλέγματος
που αγκαλιάζει
τον ατέρμονα και άναρχο κύκλο,
της Φοινίκης την άγκυρα,
τον πρώτο λύκο και το πρώτο αρνί,
την ημερομηνία του θανάτου μου
και το χαμένο θεώρημα του Φερμά*.
Τούτο το σιδερένιο υφάδι
οι στωικοί το θεωρούσαν πύρινο
που πεθαίνει και ξαναγεννίεται σαν τον Φοίνικα.
Είναι το μέγα δέντρο των αιτίων
και των συνεπειών που διακλαδίζονται,
στα φύλλα του βρίσκεται η Ρώμη και η Χαλδαία
και όσα βλέπουν τα κεφάλια του Ιανού.
Το σύμπαν είναι ένα από τα ονόματα του.
Κανείς δεν το 'χει δει ποτέ
ούτε μπορεί όμως να δει και τίποτ' άλλο.

*Pierre Fermat: Γάλλος μαθηματικός (1601 - 1665)

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Μανώλης Αναγνωστάκης (υπογράφει ως: Μανούσος Φάσσης), Fair Play


SEBASTIAN GUERRINI  Liberty, 1999



Τω φίλω Μ. Αν.

Πόσες χιλιάδες ώρες πέρασαν με συνεδρίαση,
σ’ αχτίδες, κόβες και κομματικούς πυρήνες,
στο τέλος πάθαμε χρόνια νικοτινίαση
κι ο πονοκέφαλος ούτε περνούσε μ’ ασπιρίνες.


Μάθαμε απ’ όξω —βασικά— όλα τα προβλήματα
και την αναγκαιότητα της πάλης
και γίναμε τα δαχτυλοδειχτούμενα τα βλήματα
κρατώντας τον Μαρξ -Έγκελς υπό μάλης.


Μέρα τη μέρα θά ρχονταν η Επανάσταση
και περιμένοντας πέρασαν χρόνια
κι όμως σ’ το λέγαν οι γονείς σου: «άσ’ τα συ
πάντα θα βρίσκονται στον κόσμο άλλα κωθώνια».


Πάντοτε ο καπιταλισμός βρίσκει περάσματα
και ξεπερνά τις δύσκολες τις κρίσεις.
Κι ένα πρωί: «Απαγορεύονται τα άσματα
και κοπιάστε στο τμήμα γι’ ανακρίσεις».


Τώρα να σπάσεις δεν μπορείς πια, σε χρωμάτισαν
και σ’ έχουν σαν τον ποντικό μέσα στη φάκα
και δεν ξεφεύγεις από του χαφιέ το μάτι σαν
συναναστρέφεσαι τον κάθ’ ένα μαλάκα.


. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .


Δεν άκουσες ποτέ τη μάνα σου την άγια,
σ’ ενοχλούσε και σένα το κατεστημένο,
δεν είδες γύρω σου χιλιάδες τα ναυάγια
δεν το χαμπάρισες πως το παιχνίδι ήταν στημένο.

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Γεώργιος Σουρής, Η διαθήκη μου


Πηγή: ΒΙΚΙΘΗΚΗ

EGON SCHIELE   The Self seers Death and Man,  1911



Α'
Ἂν καὶ δὲν πιστεύω πὼς θὲ νὰ πεθάνω,
ἂν καὶ μὲς στὸ ἄνθος εἶμαι τῆς ζωῆς μου,
διαθήκη ὅμως σκέπτομαι νὰ κάνω,
γιὰ νὰ μὴ μὲ τύπτῃ ἡ συνείδησίς μου.

Ποιός γνωρίζει τάχα τί τοῦ ξημερόνει!

ἐνῷ πᾷς στὸ δρόμο ξένοιστος... τί φρίκη!
ἅμαξα ἢ κάρρο σὲ καταπλακόνει,
κι' ἔτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη.

Β'

Πένα στὴ θανή μου ὕμνους νὰ μὴ γράψῃ,
οὔτε δάκρυ θέλω νὰ χυθῇ κανένα,
κι' οὔτε αὐτὸς ἀκόμη θέλω νὰ μὲ κλάψῃ,
ποὺ ἐλπίζει ψῆφο νἄχῃ κι' ἀπὸ μένα.

Εἰς τὸ Οὐεστμίνστερ θέλω νὰ μὲ θάψουν,

ἀλλ' ἀφοῦ βεβαίως τοῦτο δὲν θὰ γίνῃ,
ὅπου σᾶς ἀρέσει, τάφο ἂς μοῦ σκάψουν,
κι' ὅλη μου ἡ δόξα κτῆμα σας ἂς μείνῃ.

Γύρω μου νὰ στέκουν μοῦτρα χαρωπά,

ὄχι σκέπαις, μαῦρα καὶ κραυγαὶ ὀδύνης,
νὰ μὴν ἔλθῃ ράσο καὶ γιὰ μὲ παππᾶ,
κι' οὔτ' ὁ Ἀναγνωστάκης τῆς Ἁγιᾶς Εἰρήνης.

Νὰ μὲ πᾷν οἱ φίλοι ἔξω στὰ θυμάρια

μὲ κρασὶ καὶ μπύρα ὅλοι των κουροῦνα
καὶ ἀντὶ παππάδων θλιβερὰ τροπάρια
τὴν Μασκὸτ νὰ ψάλλουν καὶ τὴν Παπαρούνα.

Κανεὶς φίλος λόγο νὰ μὴν ἀπαγγείλῃ,

κι' ἂν στὸ νοῦ του τέτοιο ἔγκλημα περάσῃ,
νὰ τὸν σακατέψουν στῇς σβερκιαῖς οἱ φίλοι,
κι' εἴθε τὴ μιλιά του στὴ στιγμὴ νὰ χάσῃ.

Γ'

Καὶ τ' ἀκίνητά μου καὶ τὰ κινητὰ
τὰ χαρίζω ὅλα στὴν καλὴ πατρίδα,
ὄχι γιὰ νὰ κὰμῃ πόλεμο μ' αὐτά,
ἀλλὰ ν' ἀγοράσῃ λίγη δαμαλίδα.

Τούτη μου τὴν κόμη τὴν ποιητικὴ

ἀπὸ τώρα δίνω γιὰ κληρονομιὰ
εἰς τὸν Λεονάρδο κι' εἰς τὸν Ψιακῆ...
δὲν θὰ βροῦν βαμμένη οὔτε τρία μιά.

Τέλος τὸ κεφάλι τὸ ποιητικὸ

στοὺς κρανιοσκόπους μποναμᾶς ἂς μένῃ,
νὰ τὸ ψάχνουν μέσα κι' ἔξω μὲ φακό,
γιὰ νὰ βροῦν ποιὰ βίδα εἶναι χαλασμένη.

Γεώργιος Σουρής, Η Σημαία μας


Πηγή: ΒΙΚΙΘΗΚΗ

WOJCIECH SIUDMAK   Flag of Discord

Μετά την υποστολή της τουρκικής σημαίας στην Άρτα επρόκειτο να γίνει η έπαρση της ελληνικής, που θα συνοδευόταν από πυροβολισμούς. Οι τουρκικές αρχές ζητούν να μην ριχτούν πυροβολισμοί και η ανύψωση της σημαίας αναβάλλεται μέχρι να δοθούν οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση τελικά δέχεται να μην πέσουν πυροβολισμοί. 2 Ιουλίου 1881.


Μὴ ρίξετε, Γκιαούρηδες, οὔτ' ἕνα κἂν κανόνι,
γιατὶ μπορεῖ τὰ νεῦρα μας αὐτὸ νὰ ἐρεθίσῃ,
κι' ὁ Τοῦρκος ὅλοι ξέρετε πὼς εὔκολα θυμόνει,
καὶ ἔπειτα... ὁ πόλεμος στ' ἀληθινὰ θ' ἀρχίσῃ.
Μὴ ρίξετε μιὰ κανονιά, γιατί, μὰ τὸν Προφήτη,
σᾶς κόβουμε τὴ μύτη.

Αὐτὰ μᾶς εἶπαν παστρικὰ οἱ Τοῦρκοι γιὰ φοβέρα

κι' ἐμεῖς ἀπὸ εὐγένεια καὶ ὄχι ἀπὸ τρόμο
μιὰ κανονιὰ δὲν ρίξαμε γιὰ τὴν πτωχὴ παντιέρα,
κι' οὔτε κουμποῦρι βρόντησε σὲ σπῆτι ἢ σὲ δρομο.
Στὴν Ἄρτα τὴν στηλώσαμε μὲ ζήτω, μὲ μυρσίναις,
καὶ κάμποσαις ρετσίναις.

Κι' ἂν μᾶς ἀπαγορεύατε καὶ τῇς φωναῖς ἀκόμα,

καὶ ἂν τὸ ζῆτω βλέπαμε τ' αὐτιά σας πὼς πειράζει,
εἰς τὴ στιγμὴ θὰ κλείναμε τ`ο φλογερό μας στόμα,
κι' ἕνας Ρωμηὸς δὲν θἄθελε τὸ ζήτω νὰ φωνάζῃ·
κι' ἂν κατοχὴ τῆς Ἄρτας μας δὲν θέλατε νὰ γίνῃ,
καὶ τοῦτο θὰ τὸ κάναμε ἀπὸ ἁβροφροσύνη.

Ὄχι πῶς σᾶς φοβόμαστε γι' αὐτὸ καὶ σᾶς ἀκοῦμε,

εἴμαστε τόσον εὐγενεῖς καὶ τόσο ντελικάτοι,
ὅπου ποτὲ δὲν θέλομε κι' ἐχθροὺς νὰ ἐνοχλοῦμε...
ἐμεῖς μὲ τὴν εὐγένεια σᾶς μπαίνομε στὸ μάτι.
Ἐσεῖς μᾶς φοβερίζετε κι' ἐμεῖς σᾶς χαιρετοῦμε,
ἐσεῖς φωνάζετε σικτὶρ κι' ἐμεῖς δὲν σᾶς μιλοῦμε.

Καὶ ἔπειτα γιατί πομπὴ κι' ἐπίδειξις νὰ γίνῃ,

γιατί νὰ πέσουν μερικὰ κανόνια στὸν ἀέρα,
ἀφοῦ στὴν Ἄρτα μπήκαμε λεβέντικα μ' εἰρήνη,
καὶ στήσαμε στὸ κάστρο της Ἑλληνικὴ παντιέρα;
Εὐχαριστοῦμε μάλιστα γιὰ τὴ φοβέρα τούτη,
γιατί δὲν ἐξωδέψαμε οὔτε ὀκᾶ μπαροῦτι.

Ἀφῆστε, Τοῦρκοι, τ' ἅρματα, ἀφῆστε τῇς φοβέραις,

κι' ἐλᾶτε εἰς τὸ πλάϊ μας σὰν τοὺς Ἰσραηλίταις,
μ' εἰρήνη νὰ σκοτώνουμε τῇς πονηραῖς ἡμέραις,
καὶ νὰ κτυποῦν ἡ μύταις μας μὲ τῇς δικαῖς σας μύταις.
Ἐλᾶτε ν' ἀγαπήσωμε, νὰ πιοῦμε καὶ νὰ φᾶμε
κι' ἐμεῖς γιὰ τὸ χατῆρι σας καὶ τὰ κανόνια σπᾶμε.

Γεώργιος Σουρής, Τραμπουκολόγιον (Εν ημέρες βουλευτικών εκλογών)


Πηγή: ΒΙΚΙΘΗΚΗ

Στα πρώτα χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας μετά την Τουρκοκρατία, η ψήφος ήταν τόσο υπεύθυνη υπόθεση όσο είναι και σήμερα... Οι τότε πολιτικοί λοιπόν στους προεκλογικούς τους «αγώνες» εξαγόραζαν ψήφους προσφέροντας ως αντάλλαγμα πούρα Αβάνας Trabucos στους ψηφοφόρους.


Δεκέμβριος 1881.

- Ἄϊντε, ρὲ Μῆτσο, πᾶμε στοῦ Τενεκὲ τὸ σπίτι
νὰ βάλωμε καμπόσα παλῃόχαρτα στὸ χέρι·
τοῦ πῆρε κι' ὁ Βαγγέλης προχθὲς μισὸ μετζῆτι...
Ἄϊντε, ρὲ Μῆτσο, πᾶμε, κι' ἔχει γερὸ κεμέρι...
Πληρόνει ὁ ἐρίφης, πληρόνει μιὰ χαρά...
Τραμποῦκος ποὺ θὰ πέσῃ καὶ τούτη τὴ φορά!

- Ἂν δὲν τὸν χαρατσώσω κανένα κατοστάρι

νὰ μὴ μὲ λένε Σπῦρο, καὶ φτῦσε με στὴ μούρη...
- Μισὴ ὀκᾶ στὰ δύο ἀκόμη, ταβερνιάρη. -
Ἔτσι ποὺ λές, θὰ γδάρω αὐτὸ τὸ κελεποῦρι.
Τόκα λοιπόν, ρὲ Μῆτσο. - Γειά σου, μωρὲ ἀντάμη!
Ἐβίβα του κι' ἐκείνου τοῦ Τενεκὲ τοῦ βλάμη.

- Προχθὲς καπνὸ δὲν εἶχα μὲς στὴν καπνοσακκοῦλα,

καὶ σ' ἕνα βουλευτή μας τραβάω ὁλοΐσια
σ' ἐκεῖνον ὅπου ἔχει ἀπὸ τὴν Τζιὰ μιὰ δοῦλα,
θεονταρντάνα πρώτης, ψυχή μου, στὰ Πατήσια!
Καλῶς τονε, μοῦ λένε, ρὲ γειά σας, τοὺς φωνάζω,
καὶ μὲ τὰ μοῦτρα πέφτω μὲς στοῦ καπνοῦ τὸ βάζο.

- Εἶδες, μωρέ, τί δοῦλα!... νά! μὰ τὴν Βαγγελίστρα,

μπορῶ γι' αὐτὴ νὰ γίνω παρτσάδες καὶ κομμάτια·
μὰ σοὔχει ἡ φακλάνα στὴ μέση μιὰ χωρίστρα,
σοῦ ἔχει κἄτι φρύδια καὶ κἄτι μαῦρα μάτια!
Ἀμμ' τί σοῦ λέει πάλι ἐκεῖνο της τὸ χέρι...
Ὤ! μπῆξε μου, ρὲ Μῆτσο, μὲς στὴν καρδιὰ μαχαῖρι.

- Γιατί, προχτὲς τῆς εἶπα, δὲν βγαίνεις βουλευτίνα;

Βάλε, ψυχή μου, κάλπη, κι' εὐθὺς νὰ σοῦ τὸν ρίξω·
αὐτὴ χαμογελοῦσε στὰ λόγια μου ἐκεῖνα,
κι' ἀπάνω της μ' ἐρχόταν σὰν λύκος νὰ χυμήξω.
Ἕνα φιλὶ τὸν ψῆφο, τῆς λέω κι' ὄχι ἄλλο,
καὶ βουλευτὴ γιὰ σένα τ' ἀφεντικὸ θὰ βγάλω.

- Ἐβίβα της!... δὲν ξέρεις, ἐχθὲς μὲ τὸν Σωτήρη

εἶπα σὲ μιὰ κυρά μας τὸ πιάνο νὰ μᾶς παίξῃ·
κι' αὐτὴ γιὰ τὸ δικό μας μονάχα τὸ χατῆρι
ἐκάθισε στὸ πιάνο χωρὶς νὰ βγάλῃ λέξι.
- Ἐβίβα καὶ τῆς δούλας, καὶ μία παραπάνω...
- Καὶ τῆς κυρᾶς ἐβίβα, ὅπου μᾶς παίζει πιάνο.

- Μὰ τὸ σταυρό, ἐφέτος τὸν κόσμο θὰ χαλάσω,

ἀφίλητη, ρὲ Σπῦρο, δὲν θὲ ν' ἀφήσω δοῦλα,
πολτρόναις, καναπέδες, καὶ ὅ,τι βρῶ θὰ σπάσω,
καὶ σ' ὅλα θὰ δουλέψῃ ἀμάκα καὶ ρεμοῦλα.
Ἀμμ' τί θαρροῦνε τάχα οἱ παλῃομασκαράδες
πὼς ἔτσι μόνο τζάμπα γιὰ νἄβγουν βουλευτάδες;

- Γιατί μονάχα τώρα μᾶς σφίγγουνε τὰ χέρια,

καὶ ἔρχονται μαζί μας στὸ καπηλειὸ καὶ πίνουν;
γιατί μονάχα τώρα νὰ λύνουν τὰ κεμέρια,
καὶ σ' ὅλα τ' ἀνταμάκια παλῃόχαρτα νὰ δίνουν;
Γιατί καὶ σὰν δὲν εἶναι γιὰ νἄβγουν βουλευτάδες,
δὲν ἔρχονται μαζί μας νὰ τρῶνε καὶ γιακάδες;

- Μωρὲ θὰ φᾶε μαῦρο, ὅπου θὰ πάῃ γόνα!

- Σήκω, ρὲ Μῆτσο, πᾶμε σὲ κανενὸς τὸ σπίτι,
νὰ κουνηθοῦμε λίγο ἀπάνω στὴν πολτρόνα,
νὰ δοῦμε καὶ λιγάκι κανένα νεροχύτη.
- Ἐγὼ καὶ στῇς κυράδες τ' ἀμόρε θὲ νὰ κάνω...
- Σήκω καὶ ἔχω κέφι ν' ἀκούσω λίγο πιάνο.

- Εἰς τὴν κυρὰ θὰ πᾶμε κι' οἱ δύο μας κουροῦνα

καὶ νὰ μοῦ βγοῦν τὰ μάτια, ἂν δὲν στὴν καταφέρω
μὲ τὸ γλυκό της πιάνο νὰ πῇ τὴν Παπαροῦνα...
τί μαλαγάνα εἶμαι μὲ ξέρεις καὶ σὲ ξέρω.
- Τόκα λοιπόν, ρὲ Σπύρο, καὶ βουλευτὴς νὰ γένῃς...
- Ἔ! Ταβερνιάρη, γράφτα, καὶ ἔχε νὰ λαβαίνῃς.

Γεώργιος Σουρής, Δεσποτάδες


Πηγή:  ΒΙΚΙΘΗΚΗ

 FRANCIS BACON   Study after Velazquez's Portrait of Pope Innocent X,  1953


Ιανουάριος 1882.

Ἡ μίτραις ἡ δεσποτικαῖς ἐβγῆκαν στὸ παζάρι,
λοιπὸν ἀμέσως λύσετε, Δεσπόταις, τὸ κεμέρι,
ὅποιος θὰ δώσῃ πιὸ πολλά, ἐκεῖνος καὶ θὰ πάρῃ
τοῦ Ἐπισκόπου τὸ ραβδὶ στὸ ἅγιό του χέρι.
Λοιπὸν ἐμπρός, Δεσπόταις μου, εἰς τὴν δημοπρασία,
πρέπει νὰ δίνῃ κἄτι τι θαρρῶ κι' ἡ Ἐκκλησία.

Ὅσον παρᾶ θὰ δώσετε γιὰ τὸ Δεσποτιλίκι,
ὁ παντοδύναμος Θεὸς διπλὸ θὰ σᾶς τὸν δώσῃ...
Ἐκεῖνο τὸ φαρδὺ φαρδὺ Δεσποτικὸ μανίκι
πόσα καὶ πόσα πράγματα δὲν εἰμπορεῖ νὰ χώσῃ!
Γιὰ σᾶς ἡ μίτραις ἡ βαριαῖς, γιὰ σᾶς τὰ πετραχήλια,
γιὰ σᾶς οἱ πολυέλαιοι καὶ τὰ χρυσᾶ καντήλια.

Πόσος παρᾶς, πόση τιμὴ καὶ δόξα σᾶς προσμένει!
Καὶ μὲ τὸν ὕψιστο Θεὸ ἀκόμα θὰ μιλᾶτε,
αὐτὸς θὰ σᾶς μυριπλουτῇ, αὐτὸς θὰ σὰς παχαίνῃ,
καὶ ἕνα βῷδι μόνοι σας θ' ἀντέχετε νὰ φᾶτε.
Ἡ μίτρα στὸ κεφάλι σας ἀκτῖνες θὰ σκορπίζῃ,
κι' ὁ διᾶκος μὲ τὸ θυμιατὸ θὲ νὰ σᾶς λιβανίζῃ.

- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα, θέλω παππᾶς νὰ γίνω...
- Πιστεύω πὼς δὲν ἔρχεσαι μὲ χέρια ἀδειανά,
- Ἂς χειροτονηθῶ παππᾶς, καὶ ὅσα θὲς σοῦ δίνω,
ὡς τόσο πάρε κάμποσα, Δεσπότη μου, λιανά.
Καὶ ὁ δεσπότης τὸν παππᾶ ἀπ' τὰ μαλλιὰ ἁρπάζει,
καὶ Ἄ ξ ι ο ς καὶ Ἄ ξ ι ο ς ὁ κόσμος τοῦ φωνάζει.

- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα... ἔλα στὸ τάδε σπίτι,
μιὰν ὤμορφη ἀρχόντισσα νὰ ἐξομολογήσῃς...
- Ἔλα νὰ θάψῃς, Δέσποτα, τὸν τάδε μακαρίτη,
- Ἔλα τοῦ δεῖνα ἄρχοντα τὸ Δράκο νὰ βαπτίσῃς.
- Ἔλα νὰ κάμῃς ἁγιασμὸ καὶ νὰ μᾶς μνημονέψῃς.
- Ἔλα καὶ μιᾶς Μαγδαληνῆς τὸν πόνο νὰ γιατρέψῃς.

- Πάρε αὐτὸ τὸ βούτυρο, πάρε κι' αὐτὸ τὸ μέλι,
πάρε κουρμάδες, κάστανα καὶ λάδι δυὸ τουλούμια...
ὁ γέρο παππᾶ Γιακουμῆς γιὰ δῶρο σοῦ τὰ στέλλει,
σοῦ στέλλει κι' ὁ παππᾶ Φωκᾶς δέκα κουτιὰ λουκούμια.
- Ἔλα μαζί μας, Δέσποτα, νὰ φᾷς καὶ νὰ γλεντήσῃς,
καὶ σήκωσε τὸ χέρι σου γιὰ νὰ μᾶς εὐλογήσῃς.

Ὅπου πατήσῃς, Δέσποτα, ἐκεῖ κι' ἡ εὐτυχία,
Μαγδαληναῖς ἀπὸ μπροστὰ καὶ διᾶκοι ἀπὸ πίσω,
οἱ ἄγγελοι τριγύρω σου πετοῦνε μ' ἁρμονία,
καὶ ὅταν ψάλλῃς, σοῦ βαστοῦν τὰ Χερουβεὶμ τὸ ἴσο.
Κι' ἐδῶ ἡ καλοπέρασις, παρᾶς, τιμὴ μεγάλη,
καὶ βασιλεία οὐρανῶν εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἄλλη.

Ἐμπρὸς λοιπὸν μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμι, Δεσπόταις,
συλλογισθῆτε τῇς τιμαῖς καὶ τὰ καλὰ τὰ τόσα,
τὸν κύριον ἡμῶν Χριστόν, τῇς πάπιαις καὶ τῇς κότταις,
καὶ τὸ πουγγί σας λύσετε καὶ δῶστε ὅσα ὅσα.
Ἔ! ἀλὰ οὔνα, ἀλὰ τρέ, εἰς τὴν δημοπρασία,
γιὰ νὰ μὴ χάσετε καὶ σεῖς κι' ἐμεῖς κι' ἡ Ἐκκλησία.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Γεώργιος Σουρής, Νομοσχεδίων Ανάγνωσμα


Πηγή:  ΒΙΚΙΘΗΚΗ

FRANCISCO GOYA  Other Laws by the People or Beast Absurdity, 1823



Μάιος 1882.

Περὶ ἀμπέλων, φυτειῶν, περὶ καλαποδίων,
περὶ ὁδῶν ἁμαξιτῶν, περὶ λεωφορείων,
περὶ τοῦ πῶς μπορεῖς παντοῦ γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ φθάσῃς,
περὶ συντάξεως στρατοῦ ξηρᾶς τε καὶ θαλάσσης.
Περὶ ἀποξηράνσεως νερῶν καὶ Κωπαΐδων,
περὶ προανακρίσεως κρυφῆς Ὀθωμανίδων,
περὶ βοσκῶν, περὶ δασῶν, περὶ προσθήκης φόρων,
περὶ γιδιῶν τοῦ Καλλιγᾶ καὶ τράγων κερασφόρων,
περὶ καπνοῦ, περὶ κρασιοῦ, περὶ οἱνοπνευμάτων,
περὶ καταμετρήσεως τῶν ἐθνικῶν κτημάτων.

Περὶ παραχωρήσεως διπλῶν ἀρχαιοτήτων,

περὶ πραγμάτων κινητῶν καὶ περὶ ἀκινήτων,
περὶ τροποποιήσεων δὲν ξέρω ποίων νόμων,
περὶ στενῶν ἢ καὶ πλατειῶν ἀτμοσιδηροδρόμων,
περὶ ἁλάτων, πιπεριῶν, περὶ ταχυδρομείων,
καὶ Γυμνασίων πρακτικῶν καὶ Ἡμιγυμνασίων,
περὶ σπουδῆς τῆς φυσικῆς, ἀλγέβρας καὶ χημείας,
τῆς γραφικῆς, τῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἰχνογραφίας,
ὅλων τοῦ κόσμου τῶν γλωσσῶν, γνωστῶν τε καὶ ἀγνώστων,
καὶ θεραπείας γενικῆς τῶν νεύρων τῶν ἀρρώστων.

Περὶ συντάξεων χηρῶν καὶ ὀρφανῶν καὶ χήρων,

περὶ βωδιῶν καὶ γαϊδουριῶν καὶ μουλαριῶν καὶ χοίρων,
περὶ ἐκμεταλλεύσεως τῶν σκοτεινῶν ἐγκάτων,
κάθε βουνοῦ καὶ τοῦ Τρελλοῦ κι' αὐτῶν τῶν ἀποπάτων,
περὶ πυκνῶν συνοικιών, περὶ ἐπιγαμίας,
μὲ γιασαξήδων, Μπέηδων κι' ἀλλοδαπῶν κυρίας,
περὶ τοῦ πῶς νὰ βγάλωμε καὶ τοῦ Δερβὶς τὸ φέσι,
καὶ νὰ τὸν παρασφίξωμε καστόρι νὰ φορέσῃ,
περὶ τοποθετήσεως παντοῦ φανῶν μαζὶ καὶ φάρων
καὶ διεθνῶν συμβάσεων καὶ τὸν κακόν μας φλάρον.

Περὶ τοῦ πῶς μπορεῖ καθεὶς ἐλεύθερα νὰ κλέβῃ,

χωρὶς κανεὶς λογαριασμὸ γι' αὐτὸ νὰ τοῦ γυρεύῃ,
περὶ τοῦ πῶς οἱ βουλευταὶ νὰ γίνωνται κυράτσαις,
καὶ κάποτε νὰ δέρνωνται μὲ μαγκουριαῖς καὶ μπάτσαις,
περὶ τοῦ πῶς τοῦ Χράπα Χρὰπ ὁ Ψύλλας νὰ τῇς βρέχῃ,
περὶ ἀγρίας ζευζεκιᾶς καὶ μαζεμὸ δὲν ἔχει,
καὶ τέλος πῶς νὰ κάμωμε ἀπέραντο τὸ σπίτι
τοῦ ἀειμνήστου Ἕλληνος Ζωργῆ Δρομοκαΐτη,
καὶ ἐκεῖ μέσα ὅλοι μας νὰ πᾶμε νὰ κλεισθοῦμε,
προτοῦ μὲ νομοσχέδια νὰ ἀποτρελλαθοῦμε.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Γεώργιος Σουρής, Κερατολογία


Πηγή: http://www.sarantakos.com/kibwtos/sourhs_keratologia.html







Απ΄ τότε που ο Καλλιγάς επιάσθη με τα γίδια,
εξευγενίσθη στη Βουλή κι η φρασεολογία·
των κατσικιών τα κέρατα γινήκανε παιχνίδια,
και πήρε τον κατήφορο η κερατολογία.
Κι ακούς σπουδαίους ρήτορας στου λόγου των τη φούρια
να λεν και για τα κέρατα καμπόσα καλαμπούρια.

Τι πρόοδος αληθινή να βλέπεις εις το βήμα
ανθρώπους που εγήρασαν να κυβερνούν τον τόπο,
της ευγενούς σεμνότητος να λησμονούν το σχήμα,
και με τον πιο τραμπούκικο να ρητορεύουν τρόπο.
Καμμιά βουλή, μα το θεό, δεν έχει τέτοια χάρη,
οι ρήτορές της να μιλούν σαν μάγκες στο παζάρι.

Αφού του έθνους οι σοφοί και ευγενείς πατέρες
όλα τα λόγια ξόδεψαν του δρόμου τα χυδαία,
κάτι καινούριο γύρευαν στις ύστερες ημέρες,
κι ήτον ανάγκη να βρεθεί και μία ύβρις νέα.
Βαρέθηκαν να βρίζονται αισχροί και μασκαράδες,
έπρεπε τώρα να βρισθούν και λίγο κερατάδες.

Μέσα στα τόσα στέφανα της κλεφτουριάς εκείνης,
μέσα σε τόσα τρόπαια, θριάμβων πυραμίδας,
δεν λείπει άλλο προς τιμήν της νέας Ρωμηοσύνης,
παρά στεφάνι της βουλής με κέρατα της γίδας.
Να παύσουν πια οι ρήτορες με χέρια να κτυπιούνται,
και σαν θυμώνουν κάποτε μ΄ αυτά να κουτουλιούνται.

Καλύτερα με κέρατα απάνω στο κεφάλι,
παρά να κατακλέβουνε του έθνους τα Ταμεία·
αυτό τουλάχιστον, θαρρώ, το κράτος δεν προσβάλλει,
και ούτε μες στις τσέπες μας δεν φέρνει τρικυμία.
Και έπειτα το κέρατο για το συρμό αξίζει,
κι απ΄ όλα τα παράσημα βαρύτερα ζυγίζει.

Ας βασιλεύει στη βουλή το έγκλημα κι η φρίκη,
ό,τι χυδαίον ας μασούν των βουλευτών οι γλώσσες,
ας μην ακούμε τίποτα παρά κερατιλίκι,
βρισιές, γρονθοκοπήματα και μπαστουνιές καμπόσες.
Του Ρολογιού κρασοπουλιό και η Βουλή ας γίνει,
κανένα βήμα ιερό στο έθνος να μη μείνει.-