Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Σύλβια Πλαθ, Μπαμπάς

12 Οκτώβρη 1962

ZDIZSLAW BEKSINSKI   Untitled



(Από το Σύλβια Πλαθ, 2012, Άριελ, μετάφραση Κατερίνα Ηλιοπούλου & Ελένη Ηλιοπούλου, σελ. 107. Εκδόσεις Μελάνι)



Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις
πια, μαύρο παπούτσι
που μέσα σου έζησα σαν πόδι
τριάντα χρόνια, κάτασπρο και φτωχό,
χωρίς να τολμώ να ανασάνω ή να φταρνιστώ.

Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω.
Πέθανες προτού προλάβω —
ασήκωτος σαν μάρμαρο, ένα τσουβάλι γεμάτο Θεό,
αποτρόπαιο άγαλμα με ένα δάχτυλο ποδιού μελανό
μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο

και το κεφάλι στον φρικτό Ατλαντικό
όπου η βροχή βάφει πράσινο το κυανό
στα νερά έξω απ’ το όμορφο Nauset.
Προσευχόμουν να σε ξαναβρώ.
Ach, du.

Στη γερμανική γλώσσα, στην πολωνική πόλη
που ισοπέδωσε ο οδοστρωτήρας
του πολέμου, του πολέμου, του πολέμου.
Όμως το όνομα της πόλης είναι κοινό.
Η Πολωνέζα φίλη μου

είπε πως υπάρχουν ντουζίνες δυο
κι έτσι ποτέ δεν μπόρεσα να βρω
το ίχνος σου, τη ρίζα σου
ποτέ δεν μπόρεσα αυτά που ήθελα να σου πω.
Η γλώσσα μου κολλούσε στον ουρανίσκο.

Κολλούσε σε θηλιά από σύρμα αγκαθωτό.
Ich, ich, ich, ich.
Λέξη δεν μπορούσα να αρθρώσω σχεδόν.
Εσένα έβλεπα σε κάθε Γερμανό.
Κι η γλώσσα αισχρή

μια ατμομηχανή, μια ατμομηχανή
σαν να ήμουν Εβραία μ’ έπαιρνε μακριά από δω.
Μια Εβραία στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα σαν Εβραία να μιλώ.
Εβραία πως θα ‘μαι θαρρώ.

Τα χιόνια του Τιρόλου, η κρυστάλλινη μπίρα της Βιέννης
ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο απόλυτα καθαρό ή αληθινό.
Με την τσιγγάνα προγιαγιά μου το αλλόκοτο μου ριζικό
και τα χαρτιά μου τα ταρό και τα χαρτιά μου τα ταρό
λιγάκι Εβραία πως είμαι θαρρώ.

Πάντα σε φοβόμουν εγώ,
με τη Lufrwaffe σου, τ’ αλαμπουρνέζικά σου.
Το μικρό σου το μουστάκι
και το άριο μάτι σου, γαλάζιο φωτεινό.
Panzer-man, Panzer-man, αχ Εσύ —

ZDIZSLAW BEKSINSKI   Untitled



δεν είσαι Θεός παρά σβάστικα μαύρη
που κρύβει ολόκληρο τον ουρανό.
Όπως όλες οι γυναίκες έναν φασίστα αγαπώ,
την μπότα στο πρόσωπο, την κτηνώδη
κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν εσένα.

Στέκεσαι στον πίνακα, Μπαμπά,
στη φωτογραφία που κρατώ,
δεν έχεις δίχηλη οπλή παρά πιγούνι σχιστό
κι όμως διάβολος είσαι σωστός
είσαι ο άντρας ο σκοτεινός

που την όμορφη κόκκινη καρδιά μου έσκισε στα δυο.
Όταν σ’ έθαψαν ήμουν δέκα χρονών
και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ
για να έρθω πίσω, πίσω σε σένα.
Και στα κόκαλα ακόμη θα μπορούσα να αρκεστώ

μα με ανάγκασαν όρθια ξανά να σταθώ
και με κόλλα με συναρμολόγησαν.
Κι έπειτα βρήκα ποιο ήταν το σωστό.
Έφτιαξα ένα μοντέλο με σένα ολόιδιο
έναν άντρα με μαύρα και βλέμμα Meinkampf

και μια κλίση στον πόνο και το μαρτύριο.
Και τον παντρεύτηκα δίχως δισταγμό.
Κι έτσι μπαμπά, μπορώ τώρα τέλος να πω.
Το μαύρο τηλέφωνο ξερίζωσα απ’ την πρίζα
κι οι φωνές δεν θα έρπουν πια ως εδώ.

Τι να σκοτώνεις έναν άντρα, τι δυο —
τον βρικόλακα που παρίστανε εσένα
και ολόκληρη χρονιά μού ρουφούσε το αίμα
εφτά χρονιές, αν θες να μάθεις.
Μπαμπά, τώρα πια μπορείς ν’ αναπαυθείς.

Στην μαύρη σου καρδιά είναι μπηγμένο ένα παλούκι χοντρό
ποτέ δεν σε χώνεψε το χωριό.
Επάνω σου έστησαν τώρα χορό.
Σε είχαν καταλάβει απ’ την αρχή.
Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, μπορώ τώρα τέλος να πω.

ZDIZSLAW BEKSINSKI   Untitled


Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις
Άλλο πια, παπούτσι μαύρο

Που μέσα του έζησα σαν πόδι

Τριάντα χρόνια, αφελής και κακομοίρα,
Μετά βίας τολμούσα να ανασάνω ή να κάνω Αψού.

Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω.
Πέθανες πριν βρω τον χρόνο…
Βαρύς σαν μάρμαρο, σάκα γεμάτη με Θεό,
Άγαλμα φρικτό με ένα γκρίζο δάχτυλο στο πόδι
Μεγάλο σαν του Φρίσκο φώκια

Κι ένα κεφάλι  στον ιδιότροπο Ατλαντικό
Εκεί που πράσινο του φασολιού χύνεται μες στο μπλε
Στα νερά έξω από το όμορφο το Νώσετ.
Κάποτε προσευχόμουν να σε ξαναβρώ.
Ach, du.

Στη γλώσσα τη Γερμανική, στης Πολωνίας την πόλη
Ισοπεδωμένη από τον οδοστρωτήρα
Των πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Μα το όνομα της πόλης είναι πολύ κοινό.
Ο Πολωνός μου φίλος

Λέει πως υπάρχουν καμιά εικοσαριά.
Έτσι λοιπόν δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω πού
Πάτησες το πόδι σου, τη ρίζα σου, 
Ποτέ δεν μπόρεσα να σου μιλήσω.
Η γλώσσα κόλλαγε στα δόντια μου.

Κόλλαγε στα αγκάθια ενός συρματοπλέγματος.
Ich, ich, ich, ich,
Με το ζόρι μπορούσα να μιλήσω.
Νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα πρόστυχη

Μια μηχανή, μια μηχανή
Που σαν Εβραία με ξεπέταγε.
Μια Εβραία στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα να μιλάω σαν Εβραία.
Νομίζω κάλλιστα μπορεί να είμαι Εβραία.

Τα χιόνια του Τυρόλου, η μπύρα η διάφανη της Βιέννης
Δεν είναι και πολύ αγνά ή αληθινά.
Με την τσιγγάνα πρόγονό μου και την τύχη την αλλόκοτη
Και την Ταρό μου τράπουλα και την Ταρό μου τράπουλα
Μπορεί να είμαι λίγο Εβραία.

Πάντα σε φοβόμουνα
Με τη Λουφτβάφε σου, τις μπούρδες σου
Και το περιποιημένο σου μουστάκι
Και το Άρειο το μάτι σου, λαμπερό γαλάζιο.
Άνθρωπε-panzer, panzer, Ω Εσύ…

ZDIZSLAW BEKSINSKI   Untitled



Όχι Θεός αλλά μια σβάστικα
Τόσο μαύρη που κανείς ουρανός δεν θα τρυπούσε.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα, 
Στο πρόσωπο την μπότα, την κτηνώδη
Κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν κι εσένα.

Στέκεσαι μπρος στον πίνακα, μπαμπά,
Στη φωτογραφία που έχω από σένα,
Το πιγούνι σου διχαλωτό κι όχι το πόδι
Μα όχι λιγότερο διαβολικός, όχι ούτε
Καθόλου λιγότερο ο μαύρος άντρας που στα δυο

Έκοψε με τα δόντια του την κόκκινη όμορφη καρδιά μου.
Ήμουνα δέκα όταν σε θάψανε.
Στα είκοσί μου να πεθάνω θέλησα
Και να γυρίσω πίσω, πίσω, πίσω σε σένα.
Σκέφτηκα πως ακόμη και τα κόκαλα θα αρκούσαν.

Μα με βγάλανε από τον σάκο,
Και με ξανακολλήσανε.
Και τότε κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω.
Έφτιαξα ένα ομοίωμά σου,
Έναν άντρα στα μαύρα με βλέμμα Meinkampf

Και αγάπη για τη βίδα και τη μέγγενη.
Και είπα δέχομαι, ναι.
Έτσι μπαμπά, επιτέλους τέλειωσα.
Το μαύρο τηλέφωνο ξεριζώθηκε,
Από μέσα του δεν θα ξανασυρθούν φωνές.

Αν έναν άντρα σκότωσα, έχω σκοτώσει δύο…
Τον βρικόλακα που έλεγε πως είσαι εσύ
Και μου έπινε το αίμα για ένα χρόνο,
Εφτά χρόνια, αν θες να ξέρεις.
Μπαμπά, ξάπλωσε τώρα.

Στη μαύρη σου χοντρή καρδιά ένα παλούκι
Κι οι χωρικοί ποτέ δεν σε συμπάθησαν.
Χορεύουνε και σε ποδοπατούν.
Πως ήσουν εσύ πάντα το ξέραν.
Μπαμπά, μπαμπά, γαμώτο σου, τέλειωσα.

ZDIZSLAW BEKSINSKI   Untitled


- "με ένα γκρίζο δάχτυλο στο πόδι" : Ο πατέρας της Πλαθ, Ότο Πλαθ, καθηγητής Γερμανικών και Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, είχε πάθει γάγγραινα στο πόδι, ως επιπλοκή του σακχαρώδους διαβήτη από τον οποίον υπέφερε.

- "Νώσετ": παραλία βόρεια της Βοστόνης, τόπος παιδικών διακοπών της ποιήτριας.

- "Στης Πολωνίας την πόλη": Grabow, πόλη στην οποία γεννήθηκε ο Ότο Πλαθ.

- "panzer": σημαίνει πανοπλία στα γερμανικά. Επίσης, τύπος αρμάτων μάχης στον Β' Παγκόσμιο. 

- "Meinkampf": "Ο Αγών μου" - αυτοβιογραφικό και προπαγανδιστικό βιβλίο του Χίτλερ.


- άλλα γερμανικά στο κείμενο: Ich=Εγώ
                                              Ach, du=Ω, εσύ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου