Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Αλεξάντρ Μπλόκ, Μοναξιά


Πηγή: samizdat project





(Μετάφραση: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)

1899


Το ποτάμι παράσερνε στο ρεύμα του τους πάγους,
Ήταν άνοιξη κι ο άνεμος λυσσομανούσε.
Από το καπνισμένο τζάκι
Έβγαινε το αόριστο βραδινό σκοτάδι.
Εκείνος καθόταν κοντά στο τζάκι,
ζεσταινόταν και υπέφερε
Και με το κάποτε αετίσιο βλέμμα του,
Παρατηρούσε τη στάχτη.
Στο βραδινό λυκόφως πετάγονταν
Μπροστά του εικόνες περασμένων ημερών
Παλιές θλίψεις ξυπνώντας
Με το παιχνίδι της άϋλης σκιάς.
Μονάχος, μόνος, από τον κόσμο ξεχασμένος,
Ανυπεράσπιστος, μ’ ακόμη ζωντανός,
Από το λυκόφως στα πρώην είδωλα του
Έγνεφε με το κουρασμένο του κεφάλι.
Των παλιών φίλων η γραμμή
Των εχθρών οι ανελέητες μορφές
Τα πρόσωπα εκείνων που αγάπησε και τον αγάπησαν
Ξεπροβάλλουν από το γκρίζο σκοτάδι
Δε χρειάζεται να βασανίζεται και να περιμένει,
Απόμεινε μονάχα τη στάχτη στο στήθος
Με σβησμένο βλέμμα να παρατηρεί. . . .
Πού πήγαν τα όνειρά του;
Μπροστά σε τι να σκύψει το φτωχό μυαλό;
Θυμόταν όλες τις περιπλανήσεις του,
Ξυπνούσε τις ανησυχίες σκέψεων παλιών . . .
Κι ένιωθε γλυκά την κούραση,
Χαρούμενα όμως όπως ποτέ άλλοτε,
Που η καρδιά δεν είχε άλλες πεθυμιές
Ούτε ενθουσιασμούς, ούτε δουλειά,
Δεν ήθελε άλλη κολακεία, έρωτα και δόξα,
Ούτε φώτιση και απώλειες . . .
Οι αναμνήσεις μεγαλοπρεπώς,
Σαν μαύρα σύννεφα, αγκάλισαν το δείλι,
Βρόντηξαν στα στήθη των πύργων,
Ύψωσαν τείχη, πόλεις,
Όπου ο θόλος τ’ ουρανού ήταν κίτρινος και τρομακτικός,
Και απειλητικός στα χρόνια της νιότης. . . .
Από το καπνισμένο τζάκι
Το αόριστο λυκόφως έφευγε κι έφευγε,
Το ποτάμι παράσερνε στο ρεύμα του τους πάγους,
Ήταν άνοιξη, κι ο άνεμος λυσσομανούσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου