Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (Αποσπάσματα)



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)


1936

Ι

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):


Η φωτογραφία της μάνας που θρηνεί τον γιο της Τάσο Τούση στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 1936
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ' το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
 


II


Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρὰ των γερατειω μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πως μ᾿ άφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονώ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φώς κι άνθο κι αστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου έλεγα τ᾿ αυγερινὸ τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γής αγκάλιαζα κι όλ᾿ είτανε γιὰ μένα.

Νιότη απ᾿ τὴ νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο αψηφούσα.

Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθώ, ποὺ θὰ σταθώ, ποὺ θάμπω,
ποὺ απόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, αν δὲ σούναι βολετὸ ναρθείς ξανὰ σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι αν είν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορώ νὰ πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.


ΙΙΙ

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθε τους κόπαζε κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας,

Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ' τα μπαλκόνια,

Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,

Μυριόριζο, μυριόφυλλο κ' ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;

 
ΙV

Γιέ μου, ποιὰ Μοίρα στόγραφε καὶ ποιὰ μου τόχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ανάψει;

Πουρνὸ - πουρνὸ μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχου σημάνει τὴν αυγὴ μακριὰ ο καμπανοκρούστης.

Κοίταες μὴν έφεξε συχνὰ - πυκνὰ απ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νάτανε νὰ πας σὲ πανηγύρι.

Είχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι είσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταυρος μαζὶ κι αηδόνι.

Καὶ γὼ η φτωχειὰ κ᾿ η ανέμελη καὶ γὼ η τρελλὴ κ᾿ η σκύλα,
σούψηνα τὸ φασκόμηλο κι αχνὴ η ματιά μου εφίλα

Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι αγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.

Κι ουδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι ουδ᾿ έτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι έφτασ᾿ αργὰ κι, ώ, ποὺ ποτὲς μὴν 'εφτανε τέτοια ώρα
κι, ώ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου η χώρα.
 

V

Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
καὶ το φαγάκι σου έρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου η μπλούζα της δουλειάς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.

Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνώτα σου τ᾿ ασβεστωμένο δώμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ η γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ο ήλιος αργὸς θὰ καρτερά στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ η ρούγα μας τ᾿ αδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ᾿ αηδονολάλημά σου.

Καὶ τα συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ερχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι απ᾿ τα ίδια τοὺς τὰ λόγια εφλογιζόνταν

Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φώς, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτεράν νὰ κάνετε νυχτέρια.

Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
ναρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.

 

Ξυλογραφία του Α. Τάσσου


VI

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μού τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
 
......................................................................................................
 
VIIΙ

Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.

Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ' άσπρο μικρούλι σπίτι,
να σ' έχω σαν αφέντη μου, να σ' έχω σαν σπουργίτι,

Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπυρί - σπυρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.

Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις∙
έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.

Κ' είταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν' ανασηκώνεις απ' τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.

Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα
κι όλα τα χάρισες, κ' εμέ μ' αφήκες δίχως ζέστα.

Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.

Πότε τις χάρες σου, μια - μια, τις παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό - λυγμό, τις δένω μοιρολόι.

 
ΙΧ
 
Ώ Παναγιά μου, άν είσουνα, καθὼς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θάστελνες τὸν Άγγελο απὸ πέρα.

Κι, άχ, Θέ μου, Θέ μου, αν είσουν Θεὸς κι αν είμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς εγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.

Κι αν είσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλὰ μου τάλεγε τὸ γνωστικό σου αχειλι
κάθε φορὰ ποὺ όρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ εμίλει:

Ἐμεις ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ έμείς ουτ᾿ ένα ψίχουλο δὲν έχουμε στὸ χέρι.

Ἐμείς κρατάμε όλη τὴ γης μὲς στ᾿ αργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοὶ κι αφέντη έχουνε φάτσα.

Άχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μούμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας εσβήστη.

Καί, τώρα, επὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ανοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;
 

.............................................................................................

 
XVII

Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,
μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

Την άχνα απ' την ανάσα σου νοιώθω στο μάγουλο μου,
αχ, κ' ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,
αχ, κ' η λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα∙ το πόδι στέκει ακόμα∙
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου