Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Έντγκαρ Άλαν Πόε, Το Κοράκι

GUSTAVE DORE


(Μετάφραση: Κώστας Ουράνης)


ΚΑΠΟΙΑ φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα 
Κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο 
Μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα έναν κρότο 
Σά νά χτυπουσε σιγανά κανείς στην ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα όπου χτυπάει την πόρτα
                      Αυτό θά είναι μοναχά καί όχι τίποτ' άλλο.

Θυμάμαι, ήταν στον ψυχρό καί παγερό Δεκέμβρη 
Καί κάθε λάμψη της φωτιάς σάν φάντασμα φαινόταν. 
Ποθούσα τό ξημέρωμα  μάταια προσπαθούσα 
Νά δώσει με παρηγοριά στή λύπη τό βιβλίο,
Γιά τη γλυκιά  Ελεονόρα μου, τήν όμορφη την κόρη 
Όπως οι άγγέλοι την καλούν, ένώ εδώ δεν έχει
                                                    Γιά πάντα ούτε όνομα.

Καί τ' άλαφρό μουρμουρητό πού κάναν οι κουρτίνες 
Με άγγιζε, με γέμιζε μέ τρόμους φανταχτούς,
Καί γιά νά πάψει τό άγριο τό χτύπημα η καρδιά μου 
Σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θά είναι κάποιος ξένος
Πού ζητά νά κοιμηθεί εδώ στήν κάμαρά μου —
                      Αυτό θά είναι μοναχά καί περισσότερο όχι».

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιό δυνατή γιά τούτο,
«Κύριε», είπα, «ή Κυρά, ζητώ νά συγχωρήστε,
Γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
Ήσυχος, πού δέν άκουσα εάν χτυπάει η πόρτα» —
Κι άνοιξα στούς αγέρηδες ορθάνοιχτη τήν πόρτα —
                      Σκοτάδι ήταν γύρω μου καί όχι τίποτα άλλο.

Μές στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
Γεμάτος τρόμους κι όνειρα πού πρώτη φορά τότε 
Η λυπημένη μου ψυχή στά βάθη της επήρε,
Μά η σιγή ήταν άσωστη καί τό σκοτάδι μαΰρο 
Κι «Ελεονόρα!» μοναχά ακούγονταν η ηχώ 
Από τή λέξη πού 'βγαίνε απ' τά ανοιχτά μου χείλη.
                      Αυτό μονάχα ήτανε καί όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στήν κάμαρα μέ μιά καρδιά όλο φλόγα, 
Άκουσα πάλι νά χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα
«Σίγουρα κάποιος θά χτυπά από τό παραθύρι,
Άς πάω νά δώ κι άς λύσω πιά ετούτο τό μυστήριο 
Ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά καί θά τό λύσω
                      Θά είναι οί αγέρηδες καί όχι τίποτ' άλλο».

Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο 
Μέ σχήμα μεγαλόπρεπο στην κάμαρα  εμπήκε
Καί χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ άμφιβάλει λίγο,
Έπηγε καί έκάθισε, στην πέτρινη Παλλάδα 
Απάνω από την πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
                      Κουνήθηκε, εκάθισε, καί όχι τίποτ’ άλλο.

Τό εβενόχρωμο πουλί πού σοβαρό καθόταν 
Τή λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει,
«Χωρίς λοφίο;», ρώτησα, «κι άν ειν’η κεφαλή σου 
Δεν είσαι κάνας άνανδρος αρχαϊκό Κοράκι,
Που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!».
                      Καί τό κοράκι απάντησε: «Ποτέ από δώ καί πιά».

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα τό άχαρο πουλί 
Ν’ ακούει τόσο εύκολα τά όσα τό ρωτούσα,
Άν κι η μικρή απάντηση πού μου ’δωσε δέν ήταν 
Καθόλου ικανοποιητική στά όσα του πρωτόπα,
Γιατί ποτέ δέν έτυχε νά δεις μές στή ζωή σου
Ένα πουλί νά κάθεται σέ προτομή γλυμμένη  
Απάνω από τήν πόρτα σου νά λέει:
                                                                        «Ποτέ πιά».

Μά τό Κοράκι από κεΐ πού ήταν καθισμένο 
Δέν είπε άλλη λέξη πιά, σά νά 'ταν η ψυχή του 
Από τις λέξεις «Ποτέ πιά» γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του 
Νά κινηθεί, σάν άρχισα νά ψιθυρίζω αυτά:
«Τόσοι μου φίλοι φύγανε ώς καί αυτές οι Ελπίδες,
Κι όταν θέ νά ’ρθει τό πρωί κι εσύ θέ να μου φύγεις»,
                   Μά τό πουλί απάντησε: «Ποτέ από δώ καί πιά».

Ετρόμαξα στήν γρήγορη απάντηση πού μου 'πε 
Πάντα εκεί ακούνητο στήν προτομή απάνω.
«Σίγουρα», σκέφτηκα, «αυτό πού λέει καί ξαναλέει 
Θά είναι ό,τι έμαθε άπό τόν κύριό του 
Πού αμείλικτη η καταστροφή θά του κόψ’ τό τραγούδι 
Πού θά ’λεγε ολημερίς καί του 'κανε νά λέει 
Λυπητερά τό «Ποτέ πιά» γιά τή χαμένη Ελπίδα».

Μά η θέα του ξωτικού πουλιου μ 'έφερε γέλιο 
Κι αρπάζοντας τό κάθισμα εκάθισα μπροστά του  
Καί βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα νά έβρω 
Τί λέει μέ τή λέξη αυτή τό μαύρο τό Κοράκι,
Τό άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
Σάν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
                                                                       «Ποτέ πιά!».

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σέ μαύρες σκέψεις μπήκα 
Χωρίς μιά λέξη μοναχά νά πω εις τό Κοράκι 
Πού τά όλο φλόγα μάτια του μές στήν καρδιά μέ έκαιγαν. 
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στό βελουδένιο μέρος 
Του παλαιού καθίσματος γυρμένο τό κεφάλι,
Στό μέρος πού τό χάιδευαν η λάμψη της καντήλας,
Εκεί όπου η αγάπη μου δέν θ' άκουμπήσει
                                                                                 Πιά!

Τότε ο άγέρας φάνηκε σάν νά ’ταν μυρωμένος 
Απ' ένα θυμιατήριο αόρατο πού αγγέλοι 
Καί Σεραφείμ τό κούναγαν καί τ' αλαφρά τους πόδια 
Ακούγονταν στό μαλακό χαλί της κάμαράς μου. 
«Ναυαγισμένε», έφώναξα, «Αναβολή σου στέλνει 
Μέ τούς αγγέλους ο θεός καί μαύρη λησμοσύνη 
Γιά τήν χαμένη αγάπη σου, τήν αμορφη Ελεονόρα.
Πιές απ’ τό μαύρο τό πιοτό της Λήθης καί λησμόνα 
Εκείνην όπου χάθηκε». Καί τό Κοράκι είπε:
                                                    «Ποτέ από δώ καί πιά!».

Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων,
Είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε, εσύ,
Είτε στης άγριας θύελλας τό μάνιασμα χαμένε,
Αλλ’ άφοβε, στόν κόσμο αυτό πού κατοικεί ό Τρόμος 
Πές μου μέ ειλικρίνεια, υπάρχει εδώ στόν κόσμο 
Της λύπης κάνα βάλσαμο πού δίνει η Ίουδαία;
Πές μου!», μά κείνο άπάντησε:
                                                   «Ποτέ από δω καί πιά!».

«Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στόν Ουρανό σ' ορκίζω,
Πού απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
Είς του Θεου τό όνομα πού οι δυό μας τόν λατρεύουν,
Πές μου άν στόν Παράδεισο θέ ν' άγκαλιάσω εκείνη, 
Εκείνη πού οι άγγελοι τήν λέν Ελεονόρα»,
Καί τό κοράκι απάντησε:
                                                  «Ποτέ από δω καί πιά!»

«Άς γίνει η μαύρη λέξη σου τό σύνθημα νά φύγεις»,
Εφώναξα αγριωπός πηδώντας κεί, μπροστά του.
«Πήγαινε πάλι νά χαθείς στήν άγρια καταιγίδα 
Ή γύρνα στίς ακρογιαλιές της ΓΙλουτωνείου Νύχτας 
ούτ ένα μαύρο σου φτερό δέν θέλω εδώ ν' αφήσεις 
Ενθύμιση της λέξης σου της ψεύτικης καί πλάνας 
Βγάλ’ άπ' τη δόλια μου καρδιά τό ράμφος πού έχεις μπήξει, 
Καί σύρε τή φανταστική μορφή σου στά σκοτάδια !».
Καί τό Κοράκι άπάντησε:
                                                  «Ποτέ από δώ καί πιά!».

Καί τό Κοράκι ακίνητο στήν προτομή όλο μένει,
Στης  Αθήνας τήν προτομή απάνω από τήν πόρτα,
Και τ’ αγριωπά τά μάτια του σάν του Διαβόλου μοιάζουν 
Όταν μονάχος σκέφτεται. Καί τό θαμπό λυχνάρι 
Ρίχνει σκιά στό πάτωμα σάν πέφτει στό Κοράκι.
Καί η ψυχή μου ανήμπορη δέν θά μπορέσει πιά 
Νά βγει άπ' τόν αμφίβολο τόν κύκλο της Σκιάς 
πού φαίνεται στό πάτωμα.
                                                    Ποτέ από δώ καί πιά!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου