KATHE KOLLWITZ Death and Woman 1910 |
1903
Καὶ τ᾿ άγαλμα αγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω
στὴν πέτρα τὴ δική μου απάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ολόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.
στὴν πέτρα τὴ δική μου απάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ολόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.
καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οι άνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿ άπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα καὶ φόβου ανατριχάδες,
κ᾿ είδανε σὰν αντίμαχους καὶ τ᾿ αγαλμα κ᾿ έμένα.
στὰ ξόανα τ᾿ άπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα καὶ φόβου ανατριχάδες,
κ᾿ είδανε σὰν αντίμαχους καὶ τ᾿ αγαλμα κ᾿ έμένα.
Καὶ τ᾿ άγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ εμὲ στὴν εξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ᾿ έθαψα στὸ λάκκο τ᾿ άγαλμά μου.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ᾿ έθαψα στὸ λάκκο τ᾿ άγαλμά μου.
Καὶ του ψιθύρησα: «Άφαντο βυθίσου αυτού καὶ ζήσε
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ αρχαία συντρίμμια,
οσο ποὺ νάρθ᾿ η ώρα σου, αθάνατ᾿ άνθος είσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεί τὴ θεία δική σου γύμνια!»
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ αρχαία συντρίμμια,
οσο ποὺ νάρθ᾿ η ώρα σου, αθάνατ᾿ άνθος είσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεί τὴ θεία δική σου γύμνια!»
Καὶ μ᾿ ένα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο ούτε, φώς, τού κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ άνθος σου, ώ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ άψαχτα ενὸς λάκκου.
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο ούτε, φώς, τού κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ άνθος σου, ώ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ άψαχτα ενὸς λάκκου.
Ποτὲ μὴν έρθ᾿ η ώρα του! Κι άν έρθη κι άν προβάλη,
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς απὸ λαὸ αγαλμάτων,
τ᾿ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ᾿ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα των μνημάτων!
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς απὸ λαὸ αγαλμάτων,
τ᾿ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ᾿ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα των μνημάτων!
Τὸ σήμερα είτανε νωρίς, τ᾿ αυριο άργὰ θὰ είναι,
δὲ θὰ σου στρέξη τ᾿ όνειρο, δὲ θάρθ᾿ η αυγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ αθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μείνε,
κυνηγητὴς του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.
δὲ θὰ σου στρέξη τ᾿ όνειρο, δὲ θάρθ᾿ η αυγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ αθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μείνε,
κυνηγητὴς του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αυριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού γιὰ σὲ καὶ οράματα της πλάνης
μακρότερη απ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τού κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
σύνεργα του πνιγμού γιὰ σὲ καὶ οράματα της πλάνης
μακρότερη απ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τού κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
Κ᾿ εγὼ αποκρίθηκα: «Άς περάσω κι άς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ εγὼ μ᾿ όλο τὸ νού καὶ μ᾿ όλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι άς φάη τὸ πλάσμα μου, απὸ τ᾿ αθάνατα όλα
μπορεί ν᾿ αξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
Πλάστης κ᾿ εγὼ μ᾿ όλο τὸ νού καὶ μ᾿ όλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι άς φάη τὸ πλάσμα μου, απὸ τ᾿ αθάνατα όλα
μπορεί ν᾿ αξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου